Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Μα κι αυτό το φεγγάρι της ψυχής της, όπως και τάλλο τουρανού ήτονε γι' αυτήν πάντα το πρόσωπό της Βεργινίας, το κάτασπρο- από τότες που την είχε πλανέψει από πάνω στο βουναλάκι. . . Έξω ήτον καλοκαίρι: ήλιος ασπρόφλογος παντού . . βαθιά γλαυκή πέρα η θάλασσα που έστελνε κάθε απομεσήμερο δροσερές πνοές κ’ έδερναν ταπλωμένα ρούχα στις αυλές. . φρούτα. . τραγούδια τη νύχτα μες τους δρόμους που ανοίγανε λιγωμένη αγκαλιά στου φεγγαριού το σιγαλινόν ύπνο, τον ασημένιο. . λουλούδια. . κελαιδήματα πουλιών. . σύννεφα μεγάλα σαν τρικάταρτα καράβια μ' άσπρα παννιά σαν κάτεργα παλιά, ασάλευτα στις ράχες των βουνών, και καμμιά φορά σα Δράκοι κι αρχαίοι Θεοί που μπουμπούνιζαν πάνω απ’ τον Πάρνηθα και τον Υμηττό . . . Και μ' όλ' αυτά η Λιόλια κι όχι μονάχα η Λιόλια, μα κι ο Νίκος, ζούσανε μαζί σα μέσα σ' ένα υπόγειο που τους βάραινε το χαμηλό ταβάνι στο κεφάλι κι ο αέρας ο βαρύς στο στήθος Από 'κείνο το βράδυ που την είχε ξεγελάσει το φεγγάρι δε λαμπάδιασε πια η ψυχή του κοριτσιού-όσο και να την έσφιγγε ο αγαπημένος της μέσα στα δυνατά του χέρια ολοδικήν του πια! ολόδικός της ! μ' όση φλόγα και να κόλλαγε τα χείλια του στα δικά της.

Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Τώρα θα έλθουν, σύντροφε· μερικοί απ' αυτούς δεν στέκουν καλά στα πόδια, ολίγος αέρας αν τους φυσήση, θα τους ρίξη κάτω. Β' ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ο Λέπιδος είναι κατακόκκινος. Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Τον έκαμαν να πιή και το μερίδιον των άλλων.

Φωνές και κατάρες έρχουνταν απ' όλη την εξοχή κι ο αέρας φαίνουνταν πως γέμιζε από κύματα οργής και θυμού και απελπισμού. Α! ο Θεός είταν πολύ άδικος, πολύ άδικος. Τόρα πάνε τα γλυκά όνειρα, οι καλές ελπίδες.

Όποιος έχει ολίγον νουν, κι αν τον έχη, όταν πέφτη η βροχή κι ο αέρας μπουμπουνά, πρέπειτην κακή του Μοίρα με υπομονήν ν' αντέχη, επειδή χωρίς βροχή ούτε 'μέρα δεν περνά. ΛΗΡ Καλά το είπες, ω τρελλέ. — Οδήγειτην καλύβα. ΓΕΛΩΤ. Ας ειπώ πριν φύγω μίαν προφητείαν.

Ημείς δεν πταίομεν, επανέλαβε λέγων ο πατήρ, ημείς δεν τα ηνοχλήσαμεν εις τα βάθη της γης τα στοιχειωμένα φλωρία. Ημείς τα ηύραμεν επάνω, όπου τα εκτύπησε πλέον ο καθαρός αέρας και έφυγε πάσα ακαθαρσία και κακή ενέργεια του δαίμονος. Δι' ημάς είνε δώρον του Θεού.

Ο αέρας άρχισε να βογκά και να συνεπαίρνη τ' αγκάθια και τα ξερόφυλλα της ράχης, η φωτιά να παραδαίρνη, το μπούτι να ροδοκοκκινίζη στη θράκα και η κουβέντα ν' ανάβη.

Προτιμώ ένα ψαρά, ένα ναύτην ή γεωργόν που δεν μεγαλοπιάνεται, αλλά λέει λίγα και δίνει πολλά• αυτοί όμως που φορούν τα λοφεία και διηγούνται πολέμους και ανδραγαθήματα, μόνον αέρας φρέσκος είνε, Παρθενί. ΜΙΚΥΛΛΟΣ. Κακό χρόνο νάχης, αναθεματισμένε πετεινέ, φωνακλά και φθονερέ.

Μα ο Νίκος είχε γίνει αέρας Σαν απόμεινε η Λιόλια μονάχη της, πήγε σε μια γωνιά της κάμαρης κι άρχισε, απ’ το φόβο κι απ’ τη συγκίνησή της, να σκούζη σα μικρό παιδάκι: παιδάκι ήτον ακόμα το κακόμοιρο το κορίτσι και δεν τούχαν τύχει ποτέ του τέτοια φοβερά περιστατικά.

Έσκιζαν τον ήσυχον αέρα σκληρές οι σφυριξιές τους. Έσερναν ανυπόμονα τα πόδια τους χάμου, κ' εσήκωναν νέφαλα τα χώματα στο σκοτάδι. Λίγο νάκανε πως έγερνε την πόρτα απάνω αέρας, κ' εγλυστρούσε λίγο φως στο χαγιάτι όξω, δαιμονικό κάτω τάπιανε. — Νάτη, ρε! — Νάτη! νάτη! — Άνοιξ' η πόρτα!... — Θα βγη, ρε; — Βγαίνει, ρε· να, δε βλέπεις;... Άφξαινε η ποδοχαλή. Άφξαινε το σούσουρο.

Μπήκα κ' εγώ στο βαπόρι κι' άφησα δέκα φάσκελα πίσω μου. Πατρίδα μου λες! Είνε να ζήση άνθρωπος εκεί κάτω; Εγώ γεννήθηκα σε ξέσκεπο καλύβι. Συνήθισα να λέω την αλήθεια. Δε με σηκώνει αυτός ο αέρας... «Επληθύνθησαν αι ανομίαι», παιδί μου. Είχε σηκώσει τον κόσμο από τις φωνές. Οι ανθρώποι σταματούσαν και κύτταζαν στο χαμηλό παράθυρο. Έλα, φτάνει πια, Νικολάκη.

Λέξη Της Ημέρας

λεβέντην

Άλλοι Ψάχνουν