Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Έτρεξε ο Νίκος να τηνέ σήκωση κ' εκεί που την τραβούσε απ' τα δυο της τα χέρια, γονάτισε κι αυτός και το στήθος της, το ζεστό και σαν πουπουλένιο, ακκούμπησε απάνω ατό δικό του και τα χείλια του, τα φλογισμένα, έπεσαν απάνω στα δικά της κ' η πνοή της, που ήτανε σαν του φρέσκου ψωμιού την άχνα, τούρθε μες στο στόμα του. . . Τότες τη Λιόλια την έπιασε μιαν αλλοιώτικη τρέμουλα: θυμήθηκ' εκείνο το βράδυ που την πρωτοφίλησε ο Νίκος;-τώρα έξαφνα τρόμαξε από την μοναξιά ολόγυρά της; ή έτρεμε καταπώς τρέμει το φύλλο της λεύκας στο κοτσανάκι του μόλις που ορθρίση, πριν ναρθή το αγεράκι της αυγής να το φιλήση και σαν το νερό που κοιμάται κι απαντέχει τον ήλιο να το χρυσώση ; . . . Μονομιάς βρέθηκε ολόρθη κι άρχισε να τρέχη όχι πια να τρέχη μοναχά, μα να φεύγη : έτσι φεύγει το ζαρκάδι μπρος απ’ τον κυνηγό, το χελιδόνι μπρος απ’ το γεράκι. . . Κι άξαφνα στα μάτια της μπροστά φάνταξ' ένα φέγγος, σαν από χιόνι σταματημένο ανάερα, ακίνητο, με μίαν αχνή ρόδινη γλύκα στην ασπράδα του και σα μέσα σ’ ένα αθώρητο δίχτυ από χρυσές αχτίδες.
— Λύτρωσές μας Χριστέ, όπως ελύτρωσες τον κόσμο· εδεήθηκεν εγκαρδιακά. Στη στιγμή — τ' ορκίζομαι — στη στιγμή έρχετ' ένα φύλλο και σαρώνει από τη γολέτα την ομίχλη. Την εκουρέλιασε, την έσπρωξε, την συνεπήρε, μέσα την έκλεισε στις σκοτεινές σπηλιές σαν κατάδικο.
Η φωνή του είχε στεγνώσει στο λαιμό και τα χείλια του μόνο αναδέβανε αλαφρά με το ανάδεμα των χειλιών της κοιμισμένης. Λες πως τον είχε πάρει κι' αυτόν ένας γλυκός ύπνος και πως βλέπανε κ' οι δυο το ίδιο τόνειρο. Ο γεροπλάτανος ο ζηλιάρης έρριξ' ένα φύλλο ξερό απάνω στο κούτελο της κοιμισμένης και την ξύπνησε.
Έπεσαν κάτω οι κούντροι άψυχοι και περιττοί· εσφιχτοδέθηκεν η μπούμα στα κέρκια της σαν επίφοβο θηρίο. Ο χιονιάς όμως όλο κ' εδυνάμωνε. Φύλλο στο φύλλο επλάκωνεν αποπίσω, έρριχνε την άπιαστη δύναμί του στα υπόλοιπα πανιά, τα εφούσκωνε και τα ετέντωνε με πείσμα να τα ξεσχίση.
Θάλεγες πως αναστήθηκε μαζί με το νου του και ταποσταμένο κορμί του, κι ως τόσο, καταπονεμένο τόσους χρόνους από τη βαριά τη ξενιτειά, και τώρα πάλι μ' άξαφνης καρδιάς καρδιοχτύπια συνταραγμένο, χεροτέρευε αντίς να καλλιτερέψη, ή σαν το φύλλο τρεμούλιαζε.
Άρχισε να ξεκρεμάη από τον τοίχο την παλιοκασέλα του· να ξεκαρφώνη το πρόσθετό της σουρτάρι αποκάτου. Εμάζεψε μια παλιοβελέντζα πούχε ψιριάρικη ο μάβρος· εδίπλωσε μέσα της μισό φύλλο φουστανέλα λιγδερή, πούχε απομείνει κουρελιασμένη· επέρασε το μουχλιασμένο του σελάχι, εσυγυρίστηκε καλά, κ' ήταν έτοιμος.
Η Κερά Ελέγκω είχε φουσκώσει απ’ το καμάρι της για τη χαρά της αγαπημένης της της Λιόλιας, απ’ τον ανήφορο, απ’ την κάψα: ήτονε Γιούλιος μήνας και φύλλο δεν κουνιόταν. . . Εδώ πάνω στον ήσκιο της εκκλησιάς έκανε λίγη πρωινή δροσιά.
Τρέχουμε και με φύλλο εμείς ζεφύρου, αν είναι ανάγκη, 415 π' αγέρα απ' όλους πιο αλαφρύ τον λένε· όμως εσένα σ' τόγραψε η μοίρα από θεό να σκοτωθείς κι' όχι άντρα.» Είπε, κι' αμέσως τη φωνή του πήρανε οι Κατάρες.
Είμαστε μεις που είχαμε τόσο αγαπηθή ως εχτές; Ή μην ήταν τούτο παραμύθι παληό, ζεσταμένο σε χίλιες αγροτικές φωτιές, νυσταγμένο από μύρια μάτια κοριτσιών, που μας το διηγήθηκε κάποιος κι' άξαφνα — αποκοιμήθη ; Ποιος θα πιστέψη που χτες χωρίσαμε για πάντα. Εχτές χωρίσαμε για πάντα — ά! τι ωραίο σήμερα! Σαλεύω στον αέρα σαν το φύλλο της λεύκας.
Το έθνος μας ολάκερο πάλι με κ ο ι ν ό τ η τ ε ς πρέπει να κυβερνηθεί, και μόνο με κοινότητες θα προκόψει. Η δ ο υ λ ε ι ά θα ζωντανέψει ή θα δυναμώσει τις κοινότητες. Και άμα ζωντανέψουν και δυναμώσουν αυτές, τότε θα θεριέψει το Έ θ ν ο ς. Όταν κυκλοφόρησε το φύλλο, ύστερα από λίγες μέρες ο κ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν