United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τω όντι, όταν εβράδυασε καλά και ήρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε, μαζύ με την γραίαν μητέρα της και με τα τέσσαρα παιδιά της, εν συνοδεία και άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον σύζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστάεις ευτελές δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, το οποίον ωνόμαζε «το κελλί του», και έζη από μηνών ως καλόγηρος.

Τοιούτοι κάπηλοι υπήρξαν επ' αιώνων οι μετερχόμενοι την φρούρησιν και διανομήν του γ ε ν ν α ί ο υ ο ί ν ο υ τ η ς π ί σ τ ε ω ς, ως ωνόμαζε την θρησκείαν ο σοφός Αλβίνος, η δε μεταξύ καπήλων και ιερέων, χριστιανισμού και βαρελιού παρομοίωσις ανήκει εις Σύνοδόν τινα του ενάτου αιώνος• ώστε αι εκφράσεις μου, αν όχι ευγενείς, είναι τουλάχιστον κ α ν ο ν ι κ α ί.

Και διατί σε αγαπούσε τόσον; Μήπως ήτο συγγενής σου; — Δεν ειξεύρω. Με ωνόμαζε παιδί του, τον ωνόμαζα πατέρα μου. Και όμως... Η Αϊμά διεκόπη. — Τι έχεις πάλιν; είπεν η μοναχή. — Τίποτε, είπεν αναλαμβάνουσα η Αϊμά. Κόμβος γίνεται εις τα στήθη μου. — Κόμβος; Διατί; — Όταν έλθω διά να είπω αυτό, αρχίζω να τρέμω όλη. — Θάρρος, τέκνον... Η Αϊμά εδίστασεν επί μικρόν, και είπε·

Ο Πανάγος ωνόμαζε τέσσαρας απεχούσας αλλήλων κορυφάς της νήσου. Ο πάπα-Φραγκούλης επανέλαβεν ερωτηματικώς·Κι απ' τη θάλασσα, μάστρο-Πανάγο; — Απ' τη θάλασσα, παπά, τα ίδια και χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ. Όλο και φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Πού μπορείς να ξεμυτίσης έξ' απ' το λιμάνι κατά τ' Ασπρόνησο! — Από Σοφράν, το ξέρω, Πανάγο, μα από Σταβέτ;

Ετούτος ο βεζύρης ήτον ένας από τους πλέον κακοτρόπους του κόσμου, οι οποίοι δεν έχουν αντίρρησιν να κάμουν τες μεγαλύτερες ανομίες διά να πληρώσουν την επιθυμίαν τους. Είχεν αυτός μίαν θυγατέρα δέκα οκτώ χρονών και την ωνόμαζε Μπάλκω, η οποία ήτο στολισμένη με όλα τα καλά ήθη.

Μόνον τας Κυριακάς επήγαινε εις την εκκλησίαν της ενορίας των, τας δε λοιπάς ημέρας τας εξώδευε εις το σπήτι και εις το περιβόλι, το οποίον μετέβαλεν εις καράβι, διότι το μεν ένα μέρος, το βορεινόν, ωνόμαζε «πλώρην» το δε άλλο, το προς το σπήτι, «πρύμη» και την μέσην, όπου ήτο και η στέρνα την εβάπτισεν «αμπάρι»· και ήκουες με το πλέον σοβαρόν ύφος να σου λέγη ότι κολοκυθάκια έχει η πλώρη, αγγουράκια η πρύμη και μελιτζάνες το αμπάρι.

Αυτή να φοβηθή τα στοιχειά, ήτις δεν είχε φοβηθή τον αδελφόν της τον Μήτρον, τον κοινώς καλούμενον Μώρον ή Μούρον ή Μούτροντον σκιάν εκείνον, τον τρίτον υιόν της μητρός της, τον οποίον η τεκούσα ωνόμαζε συνήθως «το σκυλί τ' Αγαρηνό!» — τον κατά τρία έτη μεγαλείτερον αδελφόν της, όστις την είχε μαχαιρώσει ήδη άπαξαλλ' αυτή τον είχε σώσει, μη θέλουσα να τον παραδώση εις την εξουσίανκαι θα την εμαχαίρωνε βεβαίως και δευτέραν φοράν, εάν έμενεν έκτοτε ελεύθερος.

Ο μέγας Δάντης, ωνόμαζε τους τοιούτους μ α σ τ ρ ω π ο ύ ς, αλλ' εις εμέ ούτε το όνομα ούτε το επάγγελμα αρέσκει. Αφίνων λοιπόν αμφότερα ταύτα εις τον Πλάτωνα, τον Οβίδιον, τον Πετράρχην και τους γλυκαναλάτους οπαδούς των θέλω παριστά αείποτε την αλήθειαν γυμνήν και ακτένιστον, οία εκ του φρέατος εξήλθεν.

Πόσον αγαπητό έκαμναν το σπίτι του ιερέως, πόσον δροσερό! και πόσο λαμπροί ήσαν οι κλάδοι! και η ανάμνηση μέχρι των αγαθών ιερέων, οι οποίοι προ τόσων ετών τας εφύτευσαν! Ο διδάσκαλος μας ωνόμαζε συχνά το όνομα ενός εξ αυτών, το οποίον είχεν ακούσει από τον πάππον του· λέγεται ότι ήτο καλός άνθρωπος, και η μνήμη του μου ήταν πάντα ιερά κάτω από τα δένδρα.

Τώρα ο Θεόδωρος φθάνει. Ιδού ακούω τα βήματα. Τω όντι δε βήματα ηκούσθησαν και τρεις άνδρες ενεφανίσθησαν αίφνης. Οι δύο ήσαν χωρικοί εκ των πέριξ μερών, και έφερον ξίφη και τόξα. Ο τρίτος ήτο ο γνωστός ημίν Λάκων, ον ο άρχων ωνόμαζε Θεόδωρον. — Ήλθες, Θεόδωρε! είπεν ο άρχων άμα ιδών αυτόν. — Ιδού εγώ, αυθέντα, απήντησεν ο Θεόδωρος. — Και ποίας ειδήσεις μοι κομίζεις; — Παντού ησυχία, άρχων μου.