United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους σερβίρανε τέσσερες σούπες γαρνιρισμένες καθεμία με δυο παπαγάλους, ένα μπούτι βραστό που ζύγιζε διακόσιες λίτρες, δυο μαϊμούδες ψητές εξαίσιας γεύσης, τριακόσια κολύβρια σ' ένα πιάτο και εξακόσια μυγοπούλια σ' ένα άλλο· επίσης ραγγού εκλεχτώτατα, γλυκίσματα νοστιμώτατα όλα μέσα σε πιάτα από ορυχτό κρύσταλλο.

Θορυβώδεις, αυθάδεις και πεινασμένοι, προσήλωναν επάνω μου τα κόκκινα μάτια των, ως να μη επερίμεναν παρά την στιγμήν της πλήρους ακινησίας μου διά να με καταβροχθίσουν. Με ποίαν τροφήν, εσκέφθην, εσυνήθισαν μέσα εις αυτό το πηγάδι! Παρ' όλας τας προσπαθείας μου να τους εμποδίσω, έφαγαν ό,τι είχε το πιάτο, καθώς και μερικά αποφάγια.

Κάλλιο να μπαίνης στο περιβόλι, να κοιτάζης το δέντρο, και να κόβης από τα κλωνιά του το πωρικό, παρά να τρέχης να το χαρής κομμένο στο πιάτο.

Ο παπά Θεόφιλος, ο μακαρίτης ηγούμενος της Μεγαλόχαρης της Ευαγγελίστρας, το ίδιο μας έλεγε, για έναν που τον είχαν όλοι για πεθαμμένον, που η γυναίκα του τού έκαμε τα τρίμερα και τα νιάμερα, και ο Άγγελος Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα, καθώς ήταν σταυρωμένο με της σταφίδες και με τα ρόιδα και το επήγαινε εις τον πλακωμένον κ' έτρωγε, δεν ξέρω πόσαις μέραις, κι' ανάσαινε από μια τρύπα της γης, θαρρώ, ως που ο άνθρωπος δεν απέθανε, κ' εσήκωσε το μάγγανο, και τον ξελευθέρωσεν, δεν είνε αλήθεια αυτό παπά;

Ο Έφις κοίταζε το ανθρωπάκι μεταξύ θαυμασμού και καχυποψίας και έμοιαζε να τον ρωτά με τα μάτια: «γιατί τόση γενναιοδωρία;». Κι εκείνος, που έτρωγε με το πρόσωπο σκυμμένο επάνω στο πιάτο του, σήκωσε τα μάτια και είπε: «Επειδή είμαστε χριστιανοί

Θα επροτιμούσα να το ανταλλάξωμε με ολίγο κουνέλι. Εις τα άκρα της τραπέζης διέκρινα πιάτα με κουνέλια, τα οποία μου εφάνησαν καμωμένα κατά τον γαλλικόν τρόπον, φαγητόν το οποίον σας συνιστώ ιδιαιτέρως. — Πέτρε, εφώναξεν ο αμφιτρύων μου, πάρε το πιάτο του κυρίου και σερβίρισέ του μίαν καλήν μερίδα κουνελιού-γάτου. — Τι, είπατε! Ηρώτησα. — Κουνελιού-γάτου. Μου απήντησε.

Τι να κάμη; Ο άθρωπος πεινάει, πεινάει για μάθηση, για γλώσσα· του φέρνετε άξαφνα εσείς ένα πιάτο φαγί. Πρέπει να το φάη· μα πρέπει και να το χωνέψη. Και να παρατηρήστε, παρακαλώ, πως είναι κάτι λέξες που, θέλει δε θέλει, αναγκάζεται να τις καταπιή, ας υποθέσουμε τη λέξη οδός, αφού κάθε μέρα του την κοπανίζετε — ή τη λέξη ο βουλεφτής, που την έχει ανάγκη.

Μπροστά του, πήλινη μικρή λυχνία τρεμοσβύνει. Πάνω από το τραπέζι, κρεμασμένα στον τοίχο από μεγάλα καρφιά, φορτίζονται ένας μακρύς μάτσος κρεμμύδια, μια ξερή προβιά λαγού, ένα καλάθι, ένα κλουβί με μια πέρδικα και στα τούβλα πάνω με μεγάλα άσπρα γράμματα από ασβεστόχρωμα διαβάζονται δύο λέξεις από της Ωδές του Ορατίου: ΑNGULUS RIDET Ένα πήλινο πιάτο στη γωνιά του τραπεζίου με μαρίδες.

Κάτω εις την πρώραν, εις την αίθουσαν των ναυτών, εκεί προ των εικονισμάτων του πληρώματος, οπού έκαιεν η ακοίμητος του πληρώματος της σκούνας κανδήλα, επάνω εις ένα τραπεζάκι εύμορφα ευτρεπισμένον, ένα πιάτο με κόλλυβα είχε τοποθετηθή με πολλήν στοργήν παρεσκευασμένον. Ήσαν κόλλυβα με χάριν και τρυφερότητα πολλήν στολισμένα.

Έβλεπα τον εαυτό μου σαν άλλο πρόσωπο, έβλεπα πως έβαζα κρέας στο πιάτο μου, το έκοβα και προσπαθούσα να φάω. Όλη την ώρα στοχαζόμουνα ένα μόνο: το αμάξι που δεν ερχότανε, Θεέ μου! Το αμάξι δεν ερχότανε και στο σπίτι πέθαινε το παιδί μου και δεν μπορούσα να το προφτάσω.