United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όξω στους δρόμους τα παιδιά, εγιόρταζαν κ' εχαιρετούσαν, με τον πιο χαρούμενον τρόπο, την άγια μέρα που ξημέρωνε. Εδιαμεράστηκαν οι συντροφιές· εχωρίστηκαν. Έπιασαν άλλα τις φράχτες στους κήπους μέσα. Νάχουν ταμπούρια να φυλάγωνται· νάχουν και τα πολεμοφόδια άφτονα και πρόχειρα, που ήταν γεμάτες χιόνια, γόνα πάνω από τη γη, οι πρασιές.

Και ξέροντας από τα όνειρα τη στάση, κείτονταν πολλήν ώρα χάμω σαν σφιχτοδεμένοι. Μα επειδή δεν ήξεραν τίποτα παρά πέρα, ενόμισαν ότι αυτό είναι το τέλος της ερωτικής απόλαψης· έτσι, αφού εξόδεψαν του κάκου την περισσότερη μέρα, εχωρίστηκαν και γυρίζανε στα μαντριά τα κοπάδια, μιλώντας τη νύχτα. Ίσως όμως νάκαναν και κάτι από ταληθινά, αν δεν έβρισκεν άξαφνα όλη εκείνη την εξοχή τέτοια ταραχή.

Γιατί επήδησα στο μπάρκο; γιατί εφώναξα «παιδιά εδώ»; Κ' εγώ δεν ξεύρω. Είδα πως ήταν γερό εκείνο; έλπισα πως θα εσωνόμαστε με αυτό; Τίποτα δεν είδα, τίποτα δεν έλπισα. Στη φωνή μου επήδησαν και οι άλλοι στο μπάρκο και ο καπετάνιος υστερνός. Και απάνω στην ώρα· πέντε λεφτά αργότερα όλοι θα επηγαίναμε στον πάτο. Γιατί από το αδιάκοπο τίναγμα ήρθε μία στιγμή κ' εχωρίστηκαν τα καράβια.