United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσο άγονη όμως κι αν αποδείχτηκε η στάση του Νίκα, όσο άγρια ξέσπασε, και βάρβαρα κόρωσε κι άξαφνα σβέστηκε σ' έξη μέρες μέσα, καθώς κάθε αχαλίνωτος λαϊκός σηκωμός, έμεινε πάντα και θα μείνη μνημείο της ζωής και της ανεξαρτησίας του Βυζαντινού του λαού, λαού που όσο και ναγαπούσε να κυβερνιέται από ένανε δυνατόγνωμο αυτοκράτορα, όσο και να μην πήγαινε ο νους του σε δημοκρατικά συστήματα, όταν όμως του αψηφούσαν τα δικαιώματά του αγρίευε και σα θεριό σηκωνότανε να τους μάθη τους βασιλιάδες του πως αυτός είταν ο αληθινός ο αφέντης, αφού αυτός τους διάλεγε και τις πιώτερες φορές από τα σπλάχνα του μέσα, και τους έδινε την κορώνα.

Οι χωριανοί όλοι είχαν το νου τους στο φαγοπότι και στο ζεύκι τους και θαρρείς δεν τους έμελε για τίποτ' άλλο· σαν να μην ήξεραν τι ετοιμαζότανε στο σπίτι. Ένας μονάχα, παλληκάρι είκοσι χρονώ δεν ήθελε να ησυχάση και όσο έπινε τόσο περισσότερο αγρίευε. Είχε μυριστή τα πράγματα κ' έδειχνε μεγαλόφωνα τη δυσαρέσκεια του και το θυμό του.

Αλλ' ο άνεμος, αντί να πέση, εδυνάμωνε και αγρίευε και εθέριευε, και ο πλους κατέστη αδύνατος του λοιπού. Δεν έβλεπον πλέον ούτε εμπρός ούτε δεξιά τίποτε, ειμή δύο όγκους φαιούς, αμαυρούς. Ευτυχώς ο μπάρμπα-Στεφανής εγνώριζε καλά το μέρος. — Εδώ, εδώ, είν' ένα λιμανάκι, παπά, κατ' απ' το Πρυί, αποκάτ' απ' την Αγία Αναστασία, στα Μποστάνια. — Θυμάσαι καλά, Στεφανή;

Η ιδέα τούτη την τρόμαζε κ' ένοιωθε μέσα της τη λαχτάρα του φονιά κ' ένα σύγκρυο της περνούσε τα κόκκαλά της. Και γυρεύοντας να λυτρωθή απ' το σαράκι που την έτρωγε, παρακαλούσε από μέσα της να ησυχάση μιαν ώραν αρχήτερα, να κλείση τα μάτια του και να πάρη μαζί του αυτό που την τάραζε και την αγρίευε. Έτσι της φαινότανε πως εύρισκε το λυτρωμό της.

Κ' εκείνη την ημέρα δεν ημπόρεσα να βασταχθώ, γιατί, δεν ηξεύρεις. Εδώ ήταν μια βάτος, κι' εδώ μι' αγριαγγινάρα. Κι' ο Τούρκος, που παράδερνε παραλαλώντας εις την μέση, εγύριζε στη βάτο, και της έκαμνε τεμενάδες, και την γλυκομιλούσε, και της έκαμνεν εργολαβία. Εγύριζε στην αγριαγγινάρα κ' έτριζε τα δόντια, κι' αγρίευε τα μάτια, κ' εσήκωνε με βρυσιαίς το χέρι του, να της κόψη το κεφάλι!