United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολλά παληκάρια εκίνησαν κ' επήγαν να τους πολεμήσουν πολλά βασιλόπουλα ηθέλησαν να δοξασθούν με τον θάνατό τους. Μα όσοι και αν επήγαν κανείς δεν επρόφθασε να μετανοήση για το κίνημά του. Το άχαρο νησί σαν να ήταν δασοφυτρωμένο με το λησμοβότανο, τους εκοίμιζε παντοτεινά στα στέρνα του, έδειχνε στο ηλιοπύρι βωμούς τα κόκκαλα.

Όλαις η νηαίς παντρεύονται και πέρνουν παληκάρια, κ' εγώ η Γιαννούλα η ώμορφη πήρα το μαραζιάρη. Σιμά του πάντα κάθομαι· του κρένω δεν μου κρένει· ψωμί του δίνω δεν το τρώει, κρασί και δεν το πίνει. Η κλαγγή της φωνής της, καίτοι δεν έχει πλέον την δρόσον της πρώτης νεότητος, έχει όμως σπάνιον αληθώς το κάλλος.

Και λένε για το χαλασμό της οι ίδιοι, πως Αλαμάνοι κουρσάροι την είχαν τριγυρισμένη έναν καιρό, και σα δε μπόρεσαν με την παληκαριά να την πατήσουν, διάλεξαν συμμαχό τους την πονηριά και το δόλο.

Και σα ζυγώσανε οι στρατοί με τ' άρματα στα χέρια, 15 των Τρώων είταν κεφαλή ο παινεμένος Πάρης, φορώντας παρδαλόπροβια στους ώμους και δοξάρι και σπάθα· και κοντάρια διο χαλκοπλισμένα σιώντας προκάλναε τάχα ομπρός να βγουν τα πρώτα παληκάρια των Αχαιών κι' αντίκρυ του να μετρηθούν στη μάχη. 20

Αισθανόμουν την ψυχή ν' αλυχτά ζηλιάρα όλα εκείνα τα παληκάρια και δάκρυα ήθελα να χύσω πύρινα για την καταδίκη της σκληρής μου μοίρας. Μα οι βρύσες των ματιών μου ήσαν σφαλιστές και το δάκρυ επισοδρομούσε κ' εχυνόταν μέσα στο μυαλό, καυτερό και βαρύ σαν αναλυωμένο μολύβι. Το μυαλό δεν ήθελε να δεχθή το δάκρυ μου κ' εκλωτσούσε πάσχοντας να σπάση το καύκαλο και να χυθή ακράτητο.

Χάλασε ο κόσμος γύρω της, καθώς περνούσε καμαρώνοντας σα σκεπάρνι η Κλανομάρω, τριγυρισμένη από το πειό διαλεχτό επιτελείο, που θα ζήλευε κάθε στρατηγός, μ' άλλα λόγια από τα καλύτερα παληκάρια του Καραϊσκάκη.

Εγελούσαν οι λυγερές δυνατά και στο τρεμουλιαστό γέλοιο εμάντευα της καρδιάς τη φωτιά και τη λαχτάρα. Ετραγουδούσαν τα παληκάρια κ' έλεγαν με το τραγούδι και με το παίξιμο των ματιών, τον πόθο και τον καϋμό τους. Κ' εγώ που έβλεπα εκείνο το γοργοπαίξιμο, που άκουα εκείνα τ' ασημένια γέλοια σε κόλαση ήμουν από τη ζήλεια γιατί δεν ημπορούσα να είμαι σ' εκείνη την Παράδεισο!

Και απάνω στις ομάλιες είτε στις πλαγιές, χωριά έβλεπες με τ' άσπρα τους σπιτάκια να κρέμωνται στην άβυσσο και παληκάρια με βιολιά και λαβούτα να μεθοκοπούν στους δρόμους και παρθένες βεργολυγερές να χορεύουν στις αυλές ανεμοπόδαρες.

Και λένε για το χαλασμό της οι ίδιοι, πώς Αλαμάνοι κουρσάροι την είχαν τριγυρισμένη έναν καιρό, και σα δε μπόρεσαν με την παληκαριά να την πατήσουν, διάλεξαν σύμμαχό τους την πονηριά και το δόλο.

Κάποτε λοιπόν ο Καραϊσκάκης περαστικός κατάλυσετο σπίτι του, με κάμποσα παληκάρια. Πάει ο Ζαφείρηςτο μαγερειό και ρίχνεταιτης δούλες κι' αρχίζει τσιμπιές, γαργαλητά, φιλιά. Βάνουν της φωνές εκείνες και τρέχουντην καπετάνισσα. Τρέχει κ' η κυρά Γκόλφω, η Καραϊσκάκαινα, 'σ το στρατηγό καταθυμωμένη·Τι πράματα είναι αυτά; του λέει· τα παληκάρια σου παλεύουν της ψυχοκόρες μου!