United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός ακολούθησε να μιλήση διά τον έρωτά του, και εβίασε τόσον την Ρετζίαν διά να του ανταποκριθή, που τέλος πάντων την έκαμε να χάση την υπομονήν της, και άρχιζε να τον ονομάζη αδιάκριτον και αυθάδη, και ωνείδισε την τόλμην του με πρόσωπον πολλά άγριον και θυμωμένον.

Ήλθεν ένας χειμώνας, ήλθεν ένα καλοκαίρι, ήλθεν άλλος χειμώνας, ήλθεν άλλο καλοκαίρι, ο Στεφανάκης τους έστελνεν από τα Χριστούγεννα εις την Λαμπρή, και από την Λαμπρήτα Χριστούγεννα, την ημέραν δ' ακριβώς την ορισθείσαν υπό του ιδίου διά τον γάμον, έκαμνε τον θυμωμένον, εκάκιονε με το παραμικρόν, ελάμβανε την κασσελίτσα του και την τσεργίτσα του και επήγαινε και εκοιμάτο εις το καφενείον.

Δίδοντας λοιπόν αυτό το θέλημα, εσηκώθη και επήγεν εις το χαρέμι, εκεί που ήτον η Ζωμπαΐδα η γυναίκα του, η οποία βλέποντάς τον έτσι θυμωμένον τον ερώτησε το αίτιον· αυτός της εδιηγήθη τα όσα ο βεζύρης του είπε, και πως αποφάσισε να τον θανατώση διά την τόλμην που έλαβεν.

Ήτο ευτυχισμένος να εργάζεται εις το περιβόλι και να βλέπη την αδελφήν του· χωρίς όμως να το δείχνη, εζωογονείτο οσάκις ήρχετο από ταξείδι ο γαμβρός του και διότι τον αγαπούσε πολύ, αλλά προπάντων διότι η αδελφή του ήτο πλέον ευχαριστημένη τότε, του έκαμνε όμως πάντα τον θυμωμένον, τον δυσαρεστημένον και με πείσμα παιδιού του εζητούσε τα εκατόν τόσα τάλληρα, την παλαιάν των διαφοράν.

Της απεκρίθη ο βασιλεύς με την συνηθισμένην πλαστήν φωνήν του αράπη, λέγοντάς της· πλησίασε σιμά μου, δος μου το χέρι σου. Και ενώ επλησίαζεν αυτή σιμά του και άπλωνεν εις αυτόν το χέρι της, αυτός ευθύς επήδησεν από το κρεββάτι ως θυμωμένον λεοντάρι και με μίαν σπαθιάν της εχώρισε το σώμα εις δύο κομμάτια, και έπεσε νεκρά και ακίνητος εις την γην.

Ο Μανώλης ήθελε να κάμη τον θυμωμένον και να φύγη· αλλά δεν είχε τόσην δύναμιν θελήσεως και αντί ν' απομακρυνθή επλησίασε και σιγά- σιγά εκάθησεν εις το «σανίδι» του τελάρου.

Το Τελώνιον θυμωμένον λέγει· πώς ομιλείς με τόσην αυθάδειαν, ονομάζοντάς με πονηρόν και άλαλον; ετοιμάσου διότι θέλω να σε θανατώσω.

Ο βασιλεύς με θυμωμένον βλέμμα λέγει προς τον ιατρόν· επληροφορήθην αρκετά, ότι συ είσαι ένας προδότης και επίβουλος της βασιλείας μου και της ζωής μου, και διά τούτο είσαι ένοχος θανάτου, και πρέπει να πεθάνης αποκεφαλιζόμενος από τον δήμιόν μου.

Εκ του άλλου δε μέρους έρχεται η Διαβολή, γύναιον υπερβολικά ωραίον, θυμωμένον δε και τεταραγμένον, ως να κατέχεται υπό λύσσης και οργής• και εις μεν την αριστεράν κρατεί δάδα φλεγομένην, με την δεξιάν δε σύρει από την κόμην ένα νέον ο οποίος υψώνει προς τον ουρανόν τας χείρας και επικαλείται μάρτυρας τους θεούς.

Έπειτα από αυτά τα λόγια με επαράτησε, και εμίσευσε με ένα πρόσωπον πολλά θυμωμένον, το οποίον μου επροξένησε την υστερινήν μου απελπισίαν, αν δεν ήθελα αποφασίσει να την στεφανωθώ: έμεινα εις την πλέον δυστυχισμένην κατάστασιν της θλίψεως που να ήτον, χωρίς ελπίδα να ιδώ πλέον μίαν ημέραν ευτυχισμένην.