Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Σεπτεμβρίου 2025
Αφού επιμένη όλος ο κόσμος. ΟΛΟΙ — Μπράβο, μπράβο. ΑΝΘΥΠΟΛ. — Θα σας οδηγήσω στο βήμα. Δώστε μου το μπράτσο σας. Στον ίδιο καιρό φωνάζει κρυφά τον υπηρέτη και κάτι του παραγγέλλει, Ο υπηρέτης φεύγει βιαστικά. Ήταν μια φορά ένας Γιάννης Σ' ένα πράσινο χωριό, Και δεν είχε ούτε χαΐρι Και δεν είχε ούτε μυαλό.
Αυτό το μπράτσο την αγκάλιασε, αυτά τα χείλη έτρεμαν πάνω στα χείλη της, αυτό το στόμα εψέλλισε στο δικό της: «Είσαι δική μου! Είσαι δική μου! ναι, Καρολίνα για πάντα». »Και τι σημαίνει πως ο Αλβέρτος είναι σύζυγός σου; Σύζυγος! Αυτό λοιπόν θα ήτανε γι' αυτό τον κόσμο — ναι γι' αυτόν τον κόσμο — αμαρτία ότι σε αγαπώ, ότι επιθυμούσα από τα χέρια του να σε αποσπάσω στα δικά μου.
Επέστρεψε στις κυράδες του και ξάπλωσε στην ψάθα. «Έκανες καλά που ήρθες εδώ», είπε η ντόνα Έστερ σκεπάζοντάς τον με ένα χράμι και η Νοέμι έσκυψε κι εκείνη, του πήρε το σφυγμό, του έπιασε το μπράτσο προσπαθώντας να τον πείσει να μπει στο κρεβάτι. «Αφήστε με εδώ, ντόνα Νοέμι μου», βογκούσε χαμογελώντας, αλλά τα μάτια του ήταν απλανή σαν εκείνα ενός τυφλού, σκεπασμένα ήδη με τον πέπλο του θανάτου. «Εδώ είναι η θέση μου.»
Σιγά σιγά μπήκαν στη σειρά πιασμένες από τα χέρια και σήκωσαν τα πόδια ξεκινώντας τα πρώτα βήματα του χορού. Ήταν όμως άκαμπτες και δισταχτικές και έμοιαζε να υποβαστάζουν η μια την άλλη. «Είναι φανερό πως λείπει το βαστάγι! Λείπει ο άντρας. Φωνάξτε τουλάχιστον τον Έφις!», φώναξε η Νατόλια και, μιας και η Γκριζέντα την τσιμπούσε στο μπράτσο, πρόσθεσε: «Α, που να σε τσιμπήσει η σφίγγα!
Όταν έφτασε κοντά στην Γκριζέντα της έπιασε το μπράτσο, μπήκε στη σειρά με τις γυναίκες που χόρευαν και φάνηκε να ζωντανεύει πραγματικά το χορό με την παρουσία του. Τα πόδια των γυναικών κινιόντουσαν ζωηρότερα, ενώνονταν, σέρνονταν, σηκώνονταν∙ τα σώματα είχαν γίνει πιο ευκίνητα, τα πρόσωπα έλαμπαν από χαρά. «Να το βαστάγι. Εμπρός, κουράγιο!» «Όπα! Όπα!»
Μπα που να σου κοπή το χέρι! είπε φουρκισμένη· λωλάθηκες, λέω, και δεν ξέρεις τι κάνεις. — Λωλάθηκα, μουρλάθηκα, παλάβωσα, ό,τι θες πες· είπε ο γέρος μακραίνοντας από κοντά της. Μα ψηλά τα χέρια σου! ψηλά τα χέρια σου κ' είνε ντροπής! — Για σένα δεν ήταν ντροπής! είπε η γριά αρπάζοντας ξαφνικά το μπράτσο του. — Ωχ! έκαμε ο γέρος, πιάνοντας το μέλος του με μορφασμό.
Τόσον καιρό που ζούσε η άμοιρη η Βεργινία, ψυχή δε ρώταγε γι’ αυτήν και τώρα που πέθανε, τρέξανε σαν τα κοράκια- άφησε πια τις Χαρζανοπουλίνες, μάννα και κόρες, και την αδερφή της γριάς, την Κερ-Αριστείδαινα, και την Κυρία Ευρυδίκη : αυτές δα ήταν απ τις πρώτες, σπιτικές σα να πούμε, στα μέσα και στα έξω. . και πήγαιναν πίσω απ’ την κάσσα κολλητές, σα συγγενείς. . . Τo Νίκο τον είχε πιάσει μπράτσο ο μάστοράς του ο Πρίαμος κι απ’ την άλλη μεριά ο Περικλής.
«Ψες νύκτα το βαστούσα στο μπράτσο μου· το φιλούσα· ελπίζω πως δεν πήγε να πη στον κύριό μου πως φίλησα άλλον απ' αυτόν», λέει η Ιμογένη στ' αστεία για το χάσιμο του βραχιολιού της, που πήγαινε κιόλα κατά τη Ρώμη για ν' αφαιρέση την πίστη του αντρός της προς αυτήν.
Αν κ' έλεγε με περηφάνεια πως είναι μητέρα δυο παιδιών, η Έλσα είταν ακόμα τόσο νέα κι όταν έβγαινε περίπατο ακκουμπημένη στο μπράτσο του αντρός της, τα βήματά της είτανε τόσο ελαστικά, κ' ενώ βάδιζε, έγερνε απάνω μου με μια κίνηση, που έδειχνε πως αν το ωραίο κεφάλι της το βάραινε κάτι, το κάτι αυτό δεν είτανε τα χρόνια.
Κρατούσε με κόπο από το μπράτσο μια γυναίκα, που έτρεμε, πούχε ανάστημα μεγαλόπρεπο, κ' έλαμπε ολόκληρη μέσα σε πετράδια κ' ήτανε σκεπασμένη μ' έναν πέπλο. — Τραβήχτε αυτόν τον πέπλο, είπε η γριά στον Αγαθούλη. Ο νέος πλησιάζει· σηκώνει τον πέπλο με φοβισμένο χέρι. Τι στιγμή! Τι ξάφνισμα! Νομίζει πως βλέπει τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. Τη βλέπει πραγματικά, ήταν η ίδια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν