United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κιόταν μια φορά ο παπάς τούκαμε την παρατήρηση και τούπε πως ήτο πολύ «ταμακιάρης», δηλαδή πλεονέκτης, ενώ, ως άτεκνος που ήτο, δεν είχε πολλές ανάγκες, ο Σιφογιάννης κύταξε γύρω, για να μην ακούση κανείς κείνο που θάλεγε, κέπειτα σιγά: — Δε θωρείς τα πλούτη μου, γέροντα; είπε. Δουλεύγω και σάλιο δεν έχω στο στόμα. Δεν έχω παιδιά, μάχω αφεντικά.

Νέα διακοπή κέπειτα μούπε: — Έλα 'δα να μου διαβάσης τα γράμματα. Σηκώθηκα κέβγαλα το δέμα από το στήθος μου. Είχα βάλει τα γράμματα σε χρονολογική σειρά· κιόλα είχαν το στερεότυπο προοίμιο περί της υγείας. Στα περισσότερα έκανα και προσπάθειες «πεπαιδευμένου» και παράχωνα κάπου κάπου καμμιά λέξη η φράση από τα βιβλία που διάβαζα.

Όταν έφτασε στο κάτω μέρος τον βράχον, κάθησε ξεψυχισμένη κέβλεπα το στήθος της νανατινάσεται με αγωνία. Έτρεξα να πάω κοντά της, αλλά μούγνεψε με το χέρι να μείνω εκεί πούμουν. Έμεινε κάμποση ώρα στην ίδια θέση κέπειτα σιγά σιγά ανέβηκε το λίγο μέρος του βράχον, για να φτάση έως στο δέντρο. — Δε μπορώ, παιδί μου, είπε με φωνή πολύ αδύνατη και κομμένη. Εγώ, πρέπει, δεν είμαι μπλειο για ζωή.

Πραγματικώς δε οι ξαδέρφοι ήσαν κυνηγοί· και σαν άκουσαν πως μάρεσε το κυνήγι, μούπαν πως είχαν καλούς σκύλους κένα τουφέκι ελαφρό κατάλληλο για μένα να πηγαίνω μαζή των. Μια μέρα ξεκουραστήκαμε κέπειτα πήγαμε στην Καλυβιανή. Δυστυχώς δεν ήτο, φαίνεται, εποχή κατάλληλη για θαύματα. Οι προσκυνητές κοι άρρωστοι ήσαν λίγοι. Κήκουσα πολλές ιστορίες θαυμάτων, αλλά θαύμα δεν είδα.

Η θεια μου σκέφθηκε λίγο κέπειτα είπε: — Δε θα παντρευτή μπλειο αυτή η κοπελιά; Αργεί να παντρευτή και πρέπει πως απού τη λαχτάρα τση παντριγιάς τσ' έρχεται σαν κουζουλάδα. — Και στο παιδί μου μένα θα ξεθυμάνη η κουζουλάδα τση; — Η πυρωμάδα τση, άλλαξε τη λέξη η θεια μου και χαμήλωσε τη φωνή της. Δεν άκουσα τη συνέχεια της ομιλίας, γιατ' η μάνα μου μ' έδιωξε.