United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πήγαμε ίσαμε κάτω στου Ρουφ. . εκεί έχει τα περισσότερα, γι’ αυτό αργήσαμε- Και της τα σκόρπισε απάνω στην κουβέρτα. . . Κ' έπειτα σα νάθελε, ξέχωρ' απ’ τα λουλούδια να της δώση πάλι και λίγο απ’ τον εαυτό του-από ‘κείνο που της πήρε το πιο πολύτιμο ! έγειρε αποπάνω της, κοντά στο πρόσωπό της... Η Βεργινία, όταν τον είδε νάρχεται κοντά της με τα λουλούδια, είχε ανοίξει διάπλατα τα μάτια της, σαν από τρόμο, και τα ξανάκλεισε, καθώς της τάρριχνε τα λουλούδια απάνω στο κρεββάτι, σα για να μην τα ιδή.

Κιο θείος μου, πούτον καλός καβαλάρης και με τους εφίππους του Κόρακα είχε πολεμήσει κατά τα τρία χρόνια της περασμένης επανάστασης, είχε καλά άλογα. Οι ξάδερφοι μέμαθαν να ιππεύω και μαζή γυρίσαμε τη Μεσαρά. Πήγαμε στους Άγιους Δέκα και φτάσαμε έως στο Τυμπάκι. Αλλά και με το στρωτό βάδισμα των κρητικών ίππων η ιππασία δεν είνε δύσκολη.

Μου έδωσε το γράμμα και δε θέλησα να το διαβάσω, να μη θαρρή πως δεν την πιστέβω· εκείνη να μου πη τι είχε μέσα. Με κοίταξε και με πήρε από το χέρι κι ανεβήκαμε λιγάκι, και πήγαμε να καθήσουμε εκεί απάνω, στη θάλασσα μπροστά. Καθήσαμε στην ίδια θέση που την είχα φιλημένη πρώτη φορά. Έλεγε σε δυο ώρες να βραδυάση κι αργοπορούσε. Άστραφτε το καλοκαίρι.

Τώρα είνε δεν είνε δέκα. Σέρνω εγώ κι αναβαίνω το βουνό, και πες του, σαν έρθη, να μ' ανταμώση εκεί που πήγαμε τη δευτέρα. Εκείνος ξέρει. — Καλά, Μιχάλη μου, και σαν τι ώρα να βάλω τραπέζι; — Αι, τη συνηθισμένη μας ώρα. Κράτησε ως τόσο μέσα το σκύλο, να τονε φέρη ο Πανάγος. Ανίσως και με χάση ο ένας, να με βρη ο άλλος. Και με το τουφέκι στον ώμο βγαίνει και κλει την πόρτα ο Μιχάλης.

Θυμάσαι τι ξεφάντωμα και πόση φασαρία!... κι' εγώ του γάμου ακριβώς εφύλαξα τους τύπους, και μόνο που δεν 'πήγαμε κι' εμείς 'στην Εσπερία. Γλυκά γλυκά 'περάσαμε του μέλιτος τον μήνα στ' αγαπημένο σπήτι μας, 'στη γαλανή Αθήνα.

Και παρά λίγο να σκουντουφλήσουμε, — όχι σ' αυτήν εδώ την κοπέλλα, που ίσως προσμένει ένα γλυκό σου χαιρέτισμα, και δίχως να το συλλογιέται, σε προσκαλεί να της δώσης έναν αληθινόν πατριώτη, έναν ήρωα που ν' ακολουθήση το βασιλικό μας Λεβέντη στην εκστρατεία του! Μόνο πήγαμε να σκουντουφλήσουμε απάνω σ' εκείνον με τον αψηλό τον κολλάρο, που χωρατά δε σηκώνει. Γιατί είναι &Μεγάλος νους&.

Ποιος είνε; απήντησεν η Γερακούλα. — Να, εγώ είμαι, θα πάτε ς' Κεχρεά; — Λέμε να πάμε· τι να κάμουμε! — 'Σαν είνε, ναρθώ κ' εγώ μαζί σας. — Καλώς ναρθής. — Ξέρεις, φοβάμαι μοναχή μ'. Τώρα δεν έρχουνται οι αγρουφύλακες κ' εγώ φοβάμαι μοναχή μ'! — Μη φοβάσαι. Δεν είναι τίποτα. Ημείς πήγαμετη Γλώσσα. Δεν είνε τίποτα. — Ξέρω κ' εγώ. Ρέματα είνε, αλάργα είνε, φόβος είνε. — Χριστός και Παναγία!

Εύρισκες πολλούς καλούς ανθρώπους, κ' εδώ μέσα, και στα βουνά έξω. Το είχαν 'σε καλό τους να δίνουνε. Γι' αυτό ο Θεός τους ευλογούσε, κ' είχαν μπερικέτια. Άλλος κόσμος τότε! Πού κείνα τα χρόνια; Πήγαμε στην εκκλησιά, προσκυνήσαμε, κολλήσαμε μια λαμπαδίτσα. Ύστερα ο Λευθέρης εκάθισε κοντά στην Αγίαν Εικόνα, μέσα στην εκκλησιά, και σαν να ενύσταξε.

Και επάνω στην Πόρτα που επάρθηκεν, είδαμε τα γράμματα, που έγραψεν ο άγγελος εκείνη την ημέρα, τάχα για την Πόλι. «Το χειρ' χειρ' χειρότεροΤα είδαμε, μα, σαν αγράμματη που είμαι, δεν τα διάβασα. Και τι να τα διαβάσω, παιδί μου! Μήπως δεν το βλέπουμε κάθε μέρα πως πηγαίν' η Πόλι; Και πού αλλού δεν πήγαμε! Και τι δεν είδαμε! Μα τώρα που τελείωσαν, άρχισα πάλι να στενοχωρούμαι.

Η αδερφή μου η Άννούλα, έξη χρόνια μεγαλήτερή μου, κοίταζε τις μικροδουλειές του σπιτιού, μου έκανε και την παραμάννα. Βλέπεις τώρα πως είχα κι αδερφή. Τη ζωγραφιά της θα τηνε δης κατόπι. Τη φυλάγω σε ξεχωριστή γωνιά της καρδιάς μου, με καντηλάκι αναμμένο μπροστά της, που δε σβύνει ποτές. Πήγαμε λοιπό στην εκκλησιά εκείνη την Κεριακή.