United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μήπως σου θέλω εγώ κακόν; Διατί δεν έχεις εμπιστοσύνην εις εμέ; — Εγώ; το ενάντιο, είπεν ο Γύφτος. — Και όμως δεν έχεις εμπιστοσύνην. — Ο Θεός να μη το δώση! — Διατί τότε δεν θέλεις ν' αποφασίσης; — Ξεύρω κ' εγώ; είπεν ο Πρωτόγυφτος, αρχίσας να εκφράζη τους δισταγμούς, ους υπηνίττετο ο άρχων. — Διατί να μη θέλης να κάμης με το καλόν έν πράγμα, ενώ εγώ δύναμαι άλλως να σε βιάσω να το κάμης;

Έστεκε στο παράθυρο και κοίταζε όξω και μια στιγμή μου φάνηκε πως από την ώρα, που πάτησα το νησί αυτό, λησμόνησα όλα όσα είχανε τραβήξει τη σκέψη μου τόσον καιρό, όλη τη νευρικότητα, όλους τους δισταγμούς, τους δόλους, τους υπολογισμούς, όλον τον αγώνα να βιάσω τη γυναίκα μου να αιστάνεται όπως εγώ.

Με εκδικείσαι, φίλε, δι' αυτό που σου είπα πρωτήτερα, αλλά δεν το είπα με κακόν σκοπόν. Αφού είνε έτσι, συμπάθησέ με. — Όχι δα, δεν ξεύρω, είπεν ο Γύφτος. — Και πάλιν, αφού δεν θέλεις, δεν ειμπορώ να σε βιάσω. Αν θέλης τα ξαναλέμε. Ο Γύφτος δεν απήντησε δι' ενάρθρου φθόγγου, αλλ' ηκούσθη μόνον έν πεπνιγμένον &Χμου&, εξελθόν εκ του στόματός του. Συγχρόνως δε ηγέρθη. — Πάμε τώρα, είπε.

Σαν τον Ορφέα ήθελα να κατεβώ στον Άδη, να τη βιάσω με την αγάπη μου να ξαναγυρίση, κι αν με ακολουθούσε, δε θα έστρηβα βέβαια να κοιτάξω πίσω τις σκιές. Αυτό εύχουμαι μέσα μου και δεν περιμένω γλήγορα την αμοιβή. Απεναντίας ετοιμάζουμαι για μια μακρή, σκληρή δοκιμασία και γνωρίζω από πριν πως το πρώτο, που πρέπει να μάθω, είναι η τέχνη να προσμένω.

Βέβαια ο Μάχτος είνε, διενοήθη η Αϊμά, μεμφομένης εαυτήν επί τη δυσπιστία της. Ο ψευδής Μάχτος κατέβαλε τελευταίον αγώνα, όπως θραύση το σιδηρούν εκείνο εμπόδιον, και τέλος απηλπίσθη. — Τώρα, έλεγε καθ' εαυτόν, μία μόνη ελπίς μένει, να εξυπνίσω τον θυρωρόν, να τον απειλήσω, να τον βιάσω να μου ανοίξη την μεγάλην πύλην. Αλλ' ω! Τούτο είνε δύσκολον.

Εγώ έμεινα ωσάν μία πείρα εκστατικός εις το να ακούσω μίαν τέτοιον ανεπάντεχον απόφασιν και αν δεν ήθελα ήμουν αυθέντης και κυριευτής του πάθους μου, ήθελα λάβη πολλά ογλήγορα εις το παλάτι μου την Αροούγιαν, διά το πείσμα της· επειδή και ημπορούσα ευθύς να στείλω ανθρώπους διά να τους φθάσουν, και να τους γυρίσουν· μα δεν ηθέλησα να κάμω ένα πράγμα τόσον άδικον να αρπάξω την ξένην γυναίκα και στανικώς, και μάλιστα που ποτέ δεν αγάπησα να βιάσω τες καρδιές διά να με αγαπήσουν.

Γιατί δεν την άφησα; Γιατί προσπάθησα να τη βιάσω να κάμη κατιτί ενάντιο από τη θέλησή της και πέρα από τη δύναμή της; Δεν είχα νοιώσει πως δυο χρόνια ολάκερα τέντωνε φοβερά τη δύναμή της για να πηγαίνη περαδώθε μέσα στο σπίτι μου, να χαμογελά μαζί με μας, που θέλαμε να χαμογελούμε, και να παίζη μαζί με μας που θέλαμε να παίζουμε;

Και εσύ, ακολούθησεν αυτή να λέγη γυρίζοντας προς έναν άλλον διατί είσαι υδρωπικιασμένος; Ω βασίλισσά μου, εκείνος απεκρίθη, δεν ηξεύρω ούτε εγώ από ποίαν αιτίαν μου ήλθεν αυτή η ασθένεια αν δεν μου προήλθεν ετούτη από το να ηθέλησα να βιάσω μίαν νέαν και ωραία σκλάβαν, που είχα αγοράσει από έναν νέον, ο οποίος εις ένα παραθαλλάσιον μου την επούλησε.

Ο Κατής ακούοντας να ομιλήση ο Κουλούφ εις τέτοιον τρόπον έμεινεν εκστατικός, και γυρίζοντας προς τον Μουζαφέρ και Ταχέρ, λέγει· ετούτον, από εκείνο που λέγει και το βεβαιώνει, εγώ δεν ημπορώ να τον βιάσω περισσότερον, και κατά τον νόμον ημπορεί να κρατήση την γυναίκα του.

Εγώ διά να μην τους βιάσω, εις έναν καιρόν να κάμουν μιαν τοιαύτης λογής απόφασιν, τους έδωσα διορίαν διά να στοχασθούν διά τρεις ημέρες, και έπειτα να μου δώσουν την απόκρισιν και με τούτον τον τρόπον τους απέλυσα.