United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μία δύναμις ουράνιος Εις την ψυχήν σας δίδει Πτερά ελαφρά, και υψόνεται Λαμπρόν το μέτωπόν σας Υπέρ την νύκτα. Από τα ολύμπια δώματα Δροσερόν καταβαίνει Χαράς, ελαίου φύσημα, Και στεγνόνει τα δάκρυα· Τον ίδρωτά σας. Εκεί όπου επατήσατε Ιδού οι καρποί φυτρόνουν, Και τ' άνθη ιδού σκορπίζουσι Τα κύματα ευτυχή Της μυρωδίας.

Η Ευρύκλεια τον άκουσε η αγαπητή βυζάστρα, και θειάφη και πυρ έφερε· τότε το μέγαρ' όλο το δώμα ομού και την αυλήν εθειάφισ' ο Οδυσσέας. και κείνη από τα υπέρλαμπρα δώματα του Οδυσσέα 495 βγήκε να ειπή των γυναικών ογλήγορα να φθάσουν· και αυταίς από το μέγαρον πρόβαλαν φως βαστώντας·τον Οδυσσέα χύθηκαν, τον γλυκοχαιρετούσαν, και με χαραίςτην κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον εφίλουν, και όλαις τα χέρια του 'σφιγγαν πόθον γλυκό αισθάνθη 500 να κλαίη και ταις γνώρισεν εις την καρδιά του εκείνος.

Όχι με ναούς λατρείας σε κάθε άκρη και γωνιά· με πλούσια θυμιάματα ούτε. Ούτε μ' αξετίμητα δώρα, με σκλάβους της ομορφιάς της αναρίθμητους, μαγαπητικούς διαλεχτούς, με χρυσοποίκιλτες κι αργυροκέντητες παστάδες, με αρώματα μεθυστικά μες τα φανταχτερά δώματα.

Είχε κατέλθει εις την πολίχνην λίαν πρωί, με τον βαρύν, άγριον χειμώνα του Δεκεμβρίου. Η χιών έπιπτεν όλην την νύκτα, και μέχρι της πρωίας. Το είχε «πασπαλώσει» εις τα βουνά, τώρα το «έστρωνε» και εις τον κάμπον, εις τα λειβάδια, επάνω, εις τας στέγας και τα δώματα των οικιών, και κάτω εις τους δρομίσκους της μικράς πόλεως. Η γραία είχε διευθυνθή εις του παπά το σπίτι.

τον δεξιόν ώμο λάβωσε τον χοίρον ο Οδυσσέας κ' εβγήκ' η άκρη της λαμπρής λόγχης 'ς τ' αντίκρυ μέρος. χάμου βροντώντας έπεσε κ' επέταξ' η πνοή του. κείνον επιμελήθηκαν τα τέκνα του Αυτολύκου, 455 και την πληγή του άπταιστου του θείου Οδυσσέα καλόδεσαν και μ' επωδή το μαύρο παύσαν αίμα, κ' έφθασαν εις τα δώματα του αγαπητού πατρός των. τότ' ο Αυτόλυκος και ομού τα τέκνα του Αυτολύκου, αφού καλά τον έγιαναν και τον φιλοδωρήσαν, 460 φαδροί φαιδρόν τον έστειλαντην ποθητήν Ιθάκη.

Τότ' ήλθαν αυτού Φοίνικεςτην θάλασσ' ακουσμένοι, 415 πανούργοι, κ' είχαν άπειρα στολίδιατο καράβι. ήταν γυναίκα Φοίνισσατο σπίτι του πατρός μου, ωραία, μεγαλόσωμη, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα. εκείνην εξεγέλασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι• και κάποιος πρώτα, ενώ 'πλαινε σιμά ς' το κοίλο πλοίο, 420 μ' αυτήντο γλυκαγκάλιασμα ευρέθη της αγάπης, οπού και την καλόπρακτη γυναίκα ξεγελάει. την γενεά της έπειτα και την πατρίδα ερώτα• κ' εκείνη του εφανέρωσε το πατρικό παλάτι• «είμαι από την πολύχαλκη Σιδώνα, κ' είμαι κόρη 425 του Αρύβαντα, 'που θησαυρούς το σπίτι του επλημμύρα. αλλ' εμέ Τάφιοι λησταίς μ' ευρήκαν και μ' αρπάξαν, ως γύριζ' απ' την εξοχή, κ' εκείθε' μ' επεράσαντου ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός μ' έχει αγοράσει».

ΧΟΡΟΣ Ω κόρη του Πελίου, είθε στον Άδη που θα πας, στα βάθη χωρίς ήλιο, στου Πλούτωνος τα δώματα να είσ' ευτυχισμένη. Ας μάθη του Άδου ο θεός, με τα μαλλιά τα μαύρα, κι' ο γέρος ο νεκροπομπός, ο Χάρος, πως γυναίκα καλλίτερη δεν πέρασε του Αχέροντα τη λίμνη.

Αυτά 'πε κ' εδιάλυσε την σύνοδο μ' ασπούδα• κ' εκείνοι εδιασκορπισθήκανσπίτια τους καθένας• και 'ς τ' Οδυσσηά τα δώματα κίνησαν οι μνηστήρες, εσύρθηκε ο Τηλέμαχος μακράν εις τ' ακρογιάλι, 260 με άρμη εχερονίφθηκε κ' εύχονταν της Αθήνης•

Είνε δε βεβαίως προτιμότερος ο χώρος ούτος διά πολυπληθή και μάλιστα χορευτικήν ομήγυριν ή τα μακρά εκείνα και υποτρέμοντα πολλάκις δώματα του τρίτου ορόφου, όπου η βασίλισσα Αμαλία συνεκάλει τον παλαιόν καιρόν την ευάριθμον και αραιάν ομάδα των εκλεκτών, οίτινες ήσαν συνήθως οι κλητοί των μικρών χορών της πρώην Αυλής.

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. τότε οι μνηστήρες έμπροσθετο δώμα του Οδυσσέα με δίσκους διασκέδαζαν και ρίχνοντας ακόντια, 'ς την στρωτήν γην όπ' απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν. ήλθε ο καιρός του γεύματος και απ' τους αγρούς τριγύρω 170 οι μαθημένοι τους βοσκοί τα πρόβατα ωδηγούσαν. τους είπε τότε ο Μέδοντας— 'που μόνον των κηρύκων ήθελαν ομοτράπεζον, ότι τον προτιμούσαν,— «Ω νέοι, 'ς τ' αγωνίσματα τώρ' ότ' ευφράνθη ο νους σας πηγαίνετετα δώματα να ετοιμασθή το γεύμα, 175 κ' είναι καλότην ώρα του να γείνη το τραπέζι».