United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι τούτο μου φαίνεται ότι είναι το πλέον ασφαλές διά να αποκριθώ και εις τον εαυτόν μου και εις άλλον, και κρατούμενος από αυτό νομίζω ότι δεν θα πέσω ποτέ, αλλ' ότι θα είναι ασφαλές και εις εμέ και εις οιονδήποτε άλλον να αποκριθή, ότι τα ωραία γίνονται ωραία διά του ωραίου. Ή δεν νομίζεις και συ έτσι; Έτσι νομίζω, είπεν ο Κέβης. Ναι, απεκρίθη ο Κέβης. Ή δεν θα εφοβείσο αυτάς τας αντιφάσεις;

Τότε κρατούμενος από εκείνο το ξύλον επήγαινα όπου με έφερε το κύμα· επέρασα το επίλοιπον εκείνης της ημέρας, και την ερχομένην όλην νύκτα παλαίοντας με τα κύματα της θαλάσσης· απελπίσθηκα και καρτερούσα τον θάνατον, μη έχοντας πλέον ελπίδα σωτηρίας· όταν, προς την αυγήν βλέπω ότι ήμουν πλησίον εις ένα νησί και ένα κύμα αιφνίδιον με έρριψεν εις το περιγιάλι.

Σιώπα, μη βλαστημάς· λάσκα, λάσκα. Ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας, ανοιγοκλείων τα όμματα, κρατούμενος σφιγκτά από το σχοινίον. Δεν εφαίνετο να εδειλίασε. — Κύτταξέ τονε, πώς κατεβαίνει, είπεν ο Ντάνας· σα νύφη καμαρωμένη. Τέλος ο Στάθης επάτησεν επί της εσοχής του βράχου. Εκάθησε καλώς, συνεμαζεύθη, με τα δύο σκέλη περιβάδην, επί της Ψαρής, ήτις εβέλασεν άμα τον είδεν.

Και το Φάσμα εξακολουθεί: — Εις την γλώσσαν του οφείλει την καταστροφήν του· ωμίλει με την μίαν άκραν, διότι η μέθη του είχε παραλύση την ετέραν. Έκπληκτος ερωτώ: — Διγλωσσίαν έχει ο άνθρωπος; Αισθάνομαι τότε δύναμιν εις την ακοήν, και οδηγούμαι προς δύο ανθρώπους, κρατούμενος εκ των χειρών, και ανταλλάσσοντας τας θερμοτέρας του θαυμασμού εκφράσεις.

Ιδού δε πώς ήλθεν ο Δημοκήδης ούτος εκ Κρότωνος και εγνωρίσθη με τον Πολυκράτη· κρατούμενος εις την Κρότωνα υπό πατρός δυσκόλου εις τον θυμόν, και μη δυνάμενος να υποφέρη το είδος τούτο της ζωής, τον εγκατέλιπεν επί τέλους και μετέβη εις την Αίγιναν.

Ο Φούρβης, ψηλαφών εις τον τοίχον, διότι δεν υπήρχε φως, και συνάμα κρατούμενος εγγύθεν υπό του Σκούντα, ανεύρε τα κλειδία και τω τα ενεχείρισε. — Πάρε τα, και ξεφορτώσου με, είπεν. Ω διάβολε! Αυτό μας έλειπε. Θα μ' έπνιγες, ακόμα λίγο. — Έλα να μου ανοίξης, είπεν ο Σκούντας, μη αρκεσθείς εις την κατοχήν των κλειδίων.

Εγώ κατά τύχην αγαθήν μαζί με μερικούς πραγματευτάς και διαφόρους ναύτας, κρατούμενος από ένα κατάρτι, εκαταντήσαμεν να μας ρίξη το κύμα την ερχομένην ημέραν προς την αυγήν εις ένα νησί, που έτυχεν εκεί έως πενήντα μίλια ξέμακρα από το ναυάγιον του καραβιού.

Άλλοτε, εξ εναντίας, του ήρχετο μία υπερβολική ευθυμία, ως παροξυσμός τρέλλας· και κρατούμενος από κλάδον εχοροπήδα, προσπαθών να μιμηθή με το στόμα τον ήχον της λύρας, ή κατεδίωκεν άνευ λόγου τους τράγους και τας αίγας, από ανάγκην ακάθεκτον να τρέχη και να πηδά, να δαμάση μίαν ορμήν λάβρον, ένα αναβρασμόν χυμού νέας ζωής, όστις εκυκλοφόρει εις τας φλέβας του και ανέδιδεν ατμούς μέθης εις την κεφαλήν του.