Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Είτανε πλήξη, δεν είτανε βία, και πάντοτε νόμιζα πως θα βρεθή κανένα νησί, το νησί της Ησυχίας, η κούνια που θα βάλω τον πόνο μου να πλαγιάση, ο ουρανός που θα νταντέψη το βάσανό μου. Τι με μέλει για την επιστήμη, τη γλωσσολογία και τα παραμύθια που συνάζω; Η Ιδέα μου είσαι Εσύ, η Ιδέα που με φωτίζει στο δρόμο που βαδίζω, που μου δίνει και το θάρρος. Εσύ ξέρεις πάντα το σκοπό μου.

ΒΑΓΚΟΣ Και το πετροχελίδονον — ο πτερωτός μας ξένος που έρχεται την άνοιξιν καιτους ναούς φωληάζει. — αυτό ακόμη μαρτυρεί με τα κτισίματά του ότ' η πνοή των ουρανών γλυκά εδώ μυρίζει. Δεν έχει σκέπης εξοχήν, δεν έχει κορωνίδα, δεν έχει τοίχου στύλωμα, γωνιάν δεν έχει, όπου να μη κρεμνιέτ' η κούνια του και κλίνη των παιδιών του.

Κάτι βάτα, ακόμα ξερά, μ’ αγκύλες, ήταν ολόγυρα πηχτοφυτρωμένα κ’ έτσι δε φαινόταν τίποτ’ απ’ τον κόσμο κι ούτε καν ο ουρανός απ’αυτό το λουλουδιασμένο αλωνάκι, πούμοιαζε κούνια ή κρεββάτι νυφικό κάτω απ’ τον άσπρο Θόλο πούκαναν τα ολάνθιστα κλαριά.

Τι είκοσι χρόνια πέρασαν ως τώρα που μαζί του 765 πήρα από κει τα μάτια μου κι' αφήκα την πατρίδα, μα ακόμα λόγο ή προσβολή δεν άκουσα πικρό σου· μα κι' άλλος να με μάλωνε στον πύργο, θες κουνιάδος θες συνυφάδα μου ή κουνιά θες τάχα η πεθερά μουμα ο πεθερός γλυκόλογος λες σαν πατέρας πάντα770 εσύ με μια σου συμβουλή τη γνώμη τους γυρνούσες.

Και τα χοντρά μαργαριτάρια, μες στην κούνια τη χρυσή, μοιάζανε σα μεγάλα δάκρυα. Σα μεγάλωσε το βασιλόπουλο κ' έγινε όμορφο παλικάρι, όλες οι χάρες το στολίσανε με τα χαρίσματά τους. Το μονάκριβο το βασιλόπουλο ήτανε κι' ο πρώτος ο λεβέντης στο βασίλειο.

Ξέστρηψα με κόπο την κάνουλα της βρύσης. Ω! συφορά μου! το νερό είχε κοπή. Σηκώνουμαι, σέρνουμαι ακόμα παραπέρα... Δεν θυμάμαι αν είχα πάρει μαζί μου το κορίτσι μου από την κούνια...» Εδώ η αφηγουμένη διεκόπη, και προσεπάθει ν' αναπολήση. Είτα επανέλαβε· «Ναι... όχι, δεν το πήρα μαζί μου... Είχα βγη έξω για προσωρινά.

Έτσι είναι αυτά, γιατ’ είν' ο ήσκιος της σχωρεμένης βλέπεις ακόμα μες το σπίτι. . εμ πάντα, όσο δεν έχει κλείσει χρόνος. . . Φίλησε ο Νίκος τη Λιόλια κ’ έκαμε να της πη ένα δυο λόγια παρηγοριάς, μα κι αυτός ο ίδιος παρηγοριά ζητούσε. . . Όταν πήγε να δη το παιδί που κοιμόταν ασάλευτο σαν κούκλα από κερί, με τα δαχτυλάκια του και τη μυτίτσα του και τα ματόφυλλα σαν ψεύτικα, τρόμαξε κι αυτός απ’ τη μεγάλη ομοιότη με τη νεκρή τη Βεργινία. . . Είχ’ ελπίδα μέσα του ως τη στιγμή αυτή πως ήτανε μόνο λόγια των γυναικών απ’ την κακία τους -κ’ έσκυψε το κεφάλι σαν κάτω από μιαν κατάρα του Θεού. . . Την άλλη μέρα το πρωί πήγε και του αγόρασε μιαν κούνια.

ΚΕΝΤ Υιός σου είναι αυτός, αυθέντα μου; ΓΛΟΣΤ. Η ύπαρξίς του είναι εις βάρος μου. Μ' έκαμε να κοκκινίσω τόσαις φοραίς, ώστε κατήντησα να μη το έχω πλέον εντροπήν να τον αναγνωρίζω. ΚΕΝΤ. Δεν σε νοιώθω. ΓΛΟΣΤ. Η μάνα του όμως μ' έννοιωσε αξιόλογα και το αποτέλεσμα ήτο, ότι είχε μωρό εις την κούνια της, προτού έχη σύζυγον εις το κρεββάτι της . Εμυρίσθηκες τώρα τι λάθος έγινε;

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν