United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θαμπότερο όμως ήτον το μικρό καντυλάκι, που σε μια αραχνιασμένη γωνιά έλουε με το νυσταγμένο του φως τρεις μεγάλες γυμνές εικόνες, που απ' την πολυκαιριά ούτε ξεχώριζαν ζωγραφιές και πρόσωπ' απανωθέ τους.

Από την ανοιχτή πόρτα φαίνουνταν άλλη απέραντη κάμαρα, κι απ' αυτή άλλη ακόμα, κι από την άλλη, άλλη πάλι, όλες μεγάλες, γυμνές, παράξενες.

Υπήρχανε μέσα στους κατάδικους, που τραβούσανε κουπί, δυο, που τραβούσανε πολύ κακά και στους οποίους ο λεβαντίνος πλοίαρχος έδινε από καιρό σε καιρό μερικές χτυπιές μ' ένα βούνευρο στις γυμνές τους πλάτες. Ο Αγαθούλης μ' ένα πολύ φυσικό κίνημα τους κοιτούσε προσεχτικά και τους πλησίασε με σπλάχνος.

Το χιόνι τώρα κάθεται πυκνό απάνω στον Όλυμπο και οι απόκρημνες κατηφορικές πλαγιές του είναι γυμνές κ' ερημικές, μα κάποτε φανταζόμαστε πως τα ολόλευκα πόδια των Μουσών εσάρωναν πρωί-πρωί τη δροσιά από τις ανεμώνες και κατάβραδα έρχονταν ο Απόλλων να πη τραγούδια στους βοσκούς μες στη λαγκαδιά.

Μα είχαν κι άλλα χρέη· σαν τίναζαν π. χ. ψεγαδιάσματα η μια φατρία της αλληνής, αυτοί τους τα στιχουργούσανε. Για την αγαλματική δε λέμε τίποτις, επειδή ξεψύχησε κι αυτή μαζί με την αρχαϊκή ζωή και με τους γυμνικούς αγώνες που την έθρεφαν κι αν έμνησκε ακόμα κάποια όρεξη στον κόσμο για γυμνές ομορφιές, την έπνιγε το χριστιανικό το μίσος προς κάθε «αφομοίωμα».

Στην πλάκα του τάφου του Verlaine, γυμνή και μαύρη, απ' τη δόξα, στην πλάκα του τάφου του αφήκα ένα μικρό τριαντάφυλλο. Ήταν η πόλη σταχτιά, οι λεύκες του Παρισιού γυμνές, η ψυχή μου βαρειά. Άνεμοι της νύχτας! Όταν θα χορέψετε απόψε στο κοιμητήρι των Batignollesμη μου σβύσετε, παρακαλώ σας, την απαλή φλόγα της θυσίας, το τριαντάφυλλο, που το άναψαστης ανησυχίες του! Παρίσι, 1909.

ΔΗΜΗΤ. Χαίρε, πολυχρώματη μηνύτρα, που ποτέ δεν παρακούς τη γυναίκα του Διός· που με τα κίτρινα φτερά σου στα άνθια μου απάνου σταλάζεις μέλι, και χύνεις δροσιστικές βροχές, με την μίαν άκρη και με την άλλη του γαλάζιου δοξαριού σου στεφανώνεις τα σύλλογγα χωράφια μου και τες γυμνές αμμουδιές μου, λαμπρό ζωνάρι της υπερήφανης γης μου· γιατί η βασίλισσά σου μ' εκάλεσε εδώ, εις το φτωχό τούτο χορτάρι;

Θαμπότερο όμως ήτον το μικρό καντυλάκι, που σε μιαν αραχνιασμένη γωνιά έλουε με το νυσταγμένο του φως τρεις μεγάλες γυμνές εικόνες, που απ' την πολυκαιριά ούτε ξεχώριζαν ζωγραφιές και πρόσωπ' απάνωθέ τους.