United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοιος είταν ο Αθανάσιος, και τέτοιος φάνηκε στο πολύχρονο στάδιό του. Σ' αυτή την εποχή όμως δεν έβγαινε ακόμα ολομόναχος στην παλαίστρα παρά σα βοηθός του Μητροπολίτη. Και παίρνοντας θάρρος ο Αλέξαντρος από τον πεντάξυπνο διάκο του, αναθεμάτιζε Άρειο κι Αρειανούς. Ο Άρειος όμως αν είταν ένας, οι οπαδοί του είταν αμέτρητοι κι ολοένα πληθαίνανε.

Ο ΚυρΝικολάκης δεν το χώνευε αυτό. Χήρα γυναίκα και ν' ανοίγη την πόρτα της τα μεσάνυχτα! Δεν το θέλει ο Θεός! Ένα πρωί που έβγαινε από το σπίτι, την απάντησε στο κατώφλι. Του ήρθε να τη βάλη σε θεογνωσία: — Δεν κάνεις, καλά, κυρά γειτόνισσα. Ο κόσμος σου σέρνει πολλά. Χήρα γυναίκα με παιδιά, θα δώσης λόγο στο Θεό. Η χήρα άναψε απ' το θυμό της. — Και τι σ' έβαλα εγώ; του λέει.

Η φυλακή έχει σίδερα κι όξω Σκοποί φυλάνε, Θέλω για νάρθω να σε ιδώ και τους Σκοπούς φοβάμαι. Έβγαινε κλαψάρικο, κ' έρεε συρτό των πονεμένων καταδίκων το τραγούδι. Ήταν πικρός, κ' ήταν παραπονιάρικος ο αχός του. Έμοιαζε αρώστου αγγελόκρουσμα γλαρό, κ' ήταν του πόνου ακράτητο ξεχείλισμα, μαράζι ήταν κ' εξεθύμαινε και της απελπισιάς λυγμός και ρόγχος,

Ως τόσο άρχισε να γλυκοχαράζη ο ουρανός, άρχισε να λάμπη κ' η «Βασιλεία του Θεού» στον κόσμο, και στάθηκε και τηνε βλόγησε ο πάτερ Νικόδημος στη μέση της Εκκλησιάς. Έφευγε ο «όρθρος» από τον ουρανό, έφευγε κι από την Εκκλησιά. Στον ουρανό έβγαινε ο ήλιος, στην Εκκλησιά ο Χριστός.

Παύλο, του είπε πάλι, μια νύκτα, την ώρα που έβγαινε το φεγγάρι απ' το βουνό, δώσε μου την καρδιά σου, όλη σου την καρδιά, να την έχω μοναχή μου και κανένας άλλος στον κόσμο. Ο Παύλος την κύτταξε γλυκά. — Η καρδιά μου, Παυλίνα, ήτανε το πρώτο χάρισμα που σούκανα. Και πάλι μου τη ζητάς; Η Παυλίνα τον κύτταξε στα μάτια και του είπε: — Ορκίσου μου πως είναι δική μου. Ο Παύλος της ωρκίστηκε.

Έτσι ταλλάζανε για πιο αστείο και σε κάθε «μπουμ» δος του μια με το τακούνι. . . Η Λιόλια που δεν έβγαινε απ' τα ξεροκοκκινίσματα, μόλις το πήρε ταυτί της έκαμε να φύγη, γιατί θάρρεψε πως γι' αυτήν τόλεγαν οι νέοι. Ο Νίκος και οι φίλοι του ξεκαρδιστήκανε στα γέλοια. . . Ήρθαν και τους πήραν τα καπέλλα και τα παλτά τους.

Σαν πρωτοτυπώθηκε το δράμα τούτο του Ρήγα Γκόλφη στο «Νουμά», η εφημερίδα «Μέλλον» που έβγαινε με τη σύμπραξη της νεοϊδρυμένης τότε «Κοινωνιολογικής Εταιρίας», έγραψε πλατύ άρθρο, χαιρετώντας «με άμετρη χαρά την παρήγορη αυτή αρχή της σοσιαλιστικής φιλολογίας στην Ελλάδα». Έκαμε ανάλυση της υπόθεσης του έργου και χαραχτήρισε ψυχολογικά τα πρόσωπα που παρουσιάζει στο δράμα τούτο ο συγγραφέας.

Έβγαινε όξω, κάθιζε χάμω στο λιβάδι και παρατηρούσε με τη μεγαλήτερη περιέργεια τι γινόταν εκεί μπροστά του.

Απ’ την κουζίνα έβγαινε λίγο αμυδρό φως που φώτιζε ένα μέρος της αυλής. Μέσα ακουγόταν ένας ανεπαίσθητος θόρυβος: η Νοέμι και η ντόνα Έστερ μετακινιόντουσαν , αλλά φαινόταν να φοβούνται κι εκείνες, να φοβούνται μην γίνουν αντιληπτές ότι ζούσαν. Κάποιος όμως έσπρωξε την πόρτα, και οι τρεις, οι γυναίκες και ο υπηρέτης, πετάχτηκαν σαν να ξυπνούσαν από έναν ύπνο του θανάτου.

Επίστευε δε ότι αμφότερα τα κόμματα, Ανδρογυνοχωρίστραις και Χαλοσοχώρηδες, θα τον εψήφιζαν μονοκούκι, ώστε και αν εμειονοψήφει εις τους άλλους δήμους, εδώ όμως θα έβγαινε παμψηφεί. Όχι τόσον ροδίνας τας προβλέψεις, παρά τας παχείας υποσχέσεις τας οποίας ελάμβαναν, είχαν ο Καψιμαΐδης και ο Αβαρίδης.