United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ου! θα είνε του μπάρμπα Ηλία η κόρη· χήρα η καϋμένη, . . . δευτέρα ανεψιά της μαμάς. Η κυρία Πηνελόπη αποκαλεί την μητέρα της μ α μ ά ν, μετά την ανακάλυψιν των γηπέδων εκείνων, περί ων εν αρχή ελέγομεν. — Δεν την γνωρίζω, δεν την είδα ποτέ μου, υπολαμβάνει ο Ιωάννης. — Ήλθ' ένα δυο φοραίς, . . . θα την λησμόνησες. Και τι σου γράφει; & Τώρα θα ιδούμεν. Και ο Περδίκης αναγινώσκει·

Να ήξερες πόσο μιλώ για σε μαζί του, έλεγε, όταν ο Σβεν έδινε τέλος του πατέρα την άδεια να τον αφήση από την αγκαλιά του, κ' έκανε θέση της μαμάς

Το βέβαιο είναι όμως πως ο μικρός Σβεν ανακάλυψε μια μέρα μιαν εικόνα κρεμασμένη στην κάμαρα της μαμάς κι αφού την κοίταξε μερικές στιγμές, την κατέβασε και την παρατηρούσε σιωπηλός, σα να έβλεπε εκεί κάτι νέο, που το λογικό του δεν το ένοιωθε. Δεν είτανε καμιά εικόνα σύμφωνη με το σημερινό αίστημα. Έχει πολύ λίγη τέχνη και διηγείται μιαν ιστορία.

Γιατί όλα είχαν εννοήσει, καθένα με τον τρόπο του, όλα είχανε μιλήσει μεταξύ τους όπως και μεις οι μεγάλοι και ξέρανε πως η ζωή της μαμάς κιντύνευε και πως θα έκανε την εγχείριση για να μπορέση να ζήση χάρη τους. Ο Σβεν πήδησε στην αγκαλιά της μαμάς και στρυμώχτηκε στο στήθος της. Και μας έκαμε όλους να χαμογελάσουμε μέσα στα δάκρυα, όταν είπε: — Η μαμά δεν πρέπει ταφήση το μαϊμουδάκι.

Κάποτε όμως μαλλώνανε και τότε ο Σβεν κατέβαζε τα μούτρα κ' ερχότανε κ' έλεγε της μαμάς πως η Μάρθα είναι κακή. Κ' η μαμά του απαντούσε: — Ναι, μα αφού θα την παντρευτής, πρέπει να τα ξαναφτιάσης μαζί της. — Δε θα την παντρευτώ, έλεγε ο Σβεν. Ωστόσο ξαναφιλιώνανε, τα συμβιβάζανε, φιλιόντανε και παίζανε καλήτερα από πριν.

Ο Σβεν τα έχασε κι απάνω στον κίντυνο βρήκε καταφύγιο τα λουλούδια που κρατούσε. Τα έδωσε της μαμάς. Μα δεν είτανε διόλου ανάγκη να το κάμη. Γιατί η μαμά είτανε τόσο τρομαγμένη κ' είτανε τόσο ευτυχισμένη που τον ξανάβλεπε, ώστε τον άρπαξε μόνο στην αγκαλιά της μισοκλαίοντας, μισογελώντας και τον άφησε να τη χαδεύη.

Ανάμεσα όμως στα παιγνίδια είτανε στημένες μικρές και μεγάλες φωτογραφίες σε κορνίζες και στον τοίχο, όσο είτανε δυνατό πιο κοντά στο φως, κρέμονταν άλλες. Είταν εκεί εικόνες του μπαμπά και της μαμάς, των αδερφών κι όλης της οικογένειας.

Ακόμα μια φορά γύρισε κείνη που έρριχνε φως ιερό στην καθημερινή ζωή μας. Τα παιδιά μας τη χαρήκανε, όταν γυρίσαμε, κι ο μικρός Σβεν ανέβηκε στην αγκαλιά της μαμάς, στρυμώχτηκε σιμά της κ' είτανε τόσο ευτυχισμένος. — Βλέπεις, δεν έφυγες από το μαϊμουδάκι, είπε. Είχε τόσο θριαμβευτική έκφραση, σα να πίστευε πως χάρη του έγινε καλά η μαμά.

Το μόνο που δεν μπορούσε να νοιώση είτανε πως ο θάνατος, που είδε στο θέατρο, κρατούσε δρεπάνι, ενώ στην εικόνα χτυπούσε ένα κουδούνι. Όσο για τάλλα, η εντύπωση από το θέατρο, η εικόνα στην κάμαρα της μαμάς και το παραμύθι, που του διηγήθηκε αυτή, είτανε σα να είχαν σμίξει σ' ένα πράμα. Κι αδιάκοπα μιλούσε γι' αυτό το θέμα.

Γιατί θα θυμώση ο μπαμπάς. Όλα αυτά φαινόντανε της μαμάς τόσο περίεργα, ώστε έταζε του Σβεν ό,τι ήθελε· και του έταζε φυσικά και πως δε θα το πη του μπαμπά. Κι ο Σβεν έβγαινε όξω κ' είταν ήσυχος κ' ευχαριστημένος που η μαμά δεν πρόδινε την παρακοή του και που έβλεπε πως είτανε συνεννοημένος με τη μαμά.