Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
— Βρε, παιδιά, είπεν ακολούθως ο ναύκληρος. Ποιος ξέρει το Χριστός Γεννάται; Νά, τώρα, που μας χρειάζεται και ο καπετάν- Φαφάνας, καλή του ώρα. Αυτός κάπου 'δω θα φέρνη γύρω,
Σε δέκα μέρες μέσα κιτρίνισε και μαράθηκε κ' έγινε σαν το θειαφοκέρι «Βρε καλέ μου, βρε κακέ μου. Τι έπαθες;» Τίποτα αυτός. Τσιμουδιά! Το χαβά του. Τον πόναγε η ψυχή μου. Κάναμε και κακό ταξίδι, Γεννάρης μήνας· ποδίσαμε και στη Σκύρο· μας κλείσανε οι καιροί, μην τα ρωτάς. Τέτοια γρουσουζιά δεν την ματάχα δει. Σα φτάσαμε με το καλό στο Βώλο, ένα πρωί τονέ χάνω. Αγγελής εδώ, Αγγελής εκεί. Τίποτα.
Σφοδρός άνεμος κατήρχετο παγετώδης από τα χιονισμένα βουνά. Ο άνεμος έκαμνε τα σφικτοκλεισμένα παράθυρα και τας κλειδομανταλωμένας θύρας να στενάζωσιν υπό την ψυχράν πνοήν του. Τα παιδία εμάλωναν ως δυο γνήσιοι φίλοι. — Εγώ είδα π' σώδωκε ένα εικοσιπενταράκι, βρε Αγγελή, έλεγε το έν. — Όχι, μα το θεριό, έλεγε το άλλο, μια πεντάρα μώδωκε. Να τηνε. Κ' εδείκνυε μεταξύ των δακτύλων μίαν πεντάραν.
Ήνοιξε την στενόμακρον κασσέλλαν του με έν τερπνόν γλυκοκελάδημα περιστρέψας την μικράν κλείδα εις την μουσικόκρουστον κλειδαριάν της, εξήγαγε μερικούς ξηρούς καρπούς, οίτινες απέκειντο εκεί, της συζύγου του δώρα, του χωρίου του γλυκείαι αναμνήσεις, καρύδια και σύκα και κυδώνια· και παραθέσας αυτά εκάλεσε τους ναύτας: — Ξεκουρασθήτε, βρε παιδιά, τώρα.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Βρε, και πού ο τοκογλύφος θαύρη χρήμα να δανείση, που κοινά θα ήνε όλα, κ' η μερίδα θάνε ίση; Μα κι'αν κλέψη θα τον πιάσουν. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα τη Δήμητρα! τα είπες,—ούτε δάσκαλος που νάσουν! Για εξήγει μου και τούτο: Κι' αν κανένας πάλι βρίση από το πολύ μεθύσι, ή κι' αν κάνη με το ξύλο ταλλουνού τη ράχι μαύρη, για το πρόστιμο πού θαύρη; Χέ! 'ς αυτό θα κοκκαλώσης!
Αλλ' ο Φάλκος, παραδόξως, μέσα εις τον φόβον του εγέλασε. — Αν είναι στοιχειό, είπε, θα μοιάζη με τον εξάδελφό μου το Σταμάτη . . . Τω όντι είχεν αναγνωρίσει την φωνήν και τον γέλωτα του ομήλικος εξαδέλφου του. — Βρε παιδί, παλάβωσες, θα τους σκιάξης . . . θα κοπή το αίμα τους, απήντησε φωνή έξωθεν εις τον ακουσθέντα καγχασμόν. Δεύτερος γέλως αντήχησεν, είτα δροσερά, νεανική φωνή είπε·
Ο κουρήτος, το ξύλινον βυτίον, εν ώ φυλάσσεται το αλίπαστον κρέας των πλοίων, εννοούσεν αμέσως τον δεξιόν μάγειρον, από το βύθισμα των χειρών του μέσα εις τους γάρους, ότε αφ' εσπέρας ελάμβανε τεμάχια, ίνα τα ξαλμυρίση, και επευφήμει, θαρρείς με χαράν, τραντανιζόμενος εις τα στερεά βάθρα του, ο ξύλινος κουρήτος. — Κακό σημάδι, βρε παιδιά! έλεγε τότε ο Μέλτος ο Μισακός . .
Σύρε να τακούσης! — Έχει και το δίκιο της η παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης στο ανηψίδι του, ένα ορφανό της αδελφής του, που τώχε συμμαζέψει στο σπίτι του. Έχει και το δίκιο της. Μα τι να κάνης, βρε παιδί; Τον πονεί τον κόσμο η καρδιά μου. Δεν μπορώ να κακοκαρδίσω άνθρωπο. Όλοι αμαρτωλοί είμαστε. Ο Θεός είνε μεγάλος. Κανένα δε θαφήση να χαθή. Παιδιά του είμαστε όλοι.
Είτα δε — μερικά πράγματα πόσον είνε αλλόκοτα! — εξοικειώθη τόσον προς τον άγριον εκείνον ρυθμόν, ώστε αντί να έχη εις τον νουν της το «Πιστεύω», εμουρμούριζε το γνωστόν των Καλικαντζάρων άσμα, το οποίον τοσάκις εις την καλήν της εποχήν είχε διηγηθή εις το νήπιον παιδί της. Σκάλικος είμαι, Σκάλικος είσαι. Μη φοβάστε, βρε παιδιά! Τα τσαρούχια δέσε-λύσε, μας επήρε μυρουδιά η Γρηά, η Γρηά!
Ο Παλούκας εκόλλησεν εις την εσωτερικήν γωνίαν του ισογείου, στηρίξας τα νώτα εις τον τοίχον, ζαρωμένος υπό τινα δοκόν του πατώματος, σύρριζα εις τον τοίχον βαλμένην, αλλά κ' εκεί, μέγας λίθος, κτυπήσας επί του τοίχου ελόξευσε και τον έπληξε μετά μετρίας βίας εις τον ώμον. — Βρε! αποσπόντα, εμορμύρισε γελών ακουσίως ο Παλούκας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν