United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξέρω κ' εγώ; Ίσως... την συγκοπήν. — Έλα, βρε, μην είσαι ανόητος. Πόσες ώρες είνε που έφαες; — Θάνε τέσσερες και πλέον. — Ου! η πέψις έχει γίνει. Δεν υπάρχει κανείς φόβος. — Γιάννη, έχω κακά προαισθήματα... Αισθάνομαι ρίγος. — Τι θες να αισθάνεσαι, αφού είσαι γυμνός; Έλα πέσε. Κ' εγώ είμαι έτοιμος. — Φοβούμαι. Έχουν γίνει τόσα δυστυχήματα. — Δυστυχήματα;

Εγώ, μωρέ, είμαι φτωχός, μα δεν κουνώ την ουρά μου κανενός για να μου δώση να φάω· τη δεκάρα την παίρνω με το σπαθί μου, με το άστε-ντούα.... Ου! να χαθής, παλιοζάγαρο, πρόστυχε, ξιππασμένε! — Πού ήσουνα, βρε Σακκουλέ; τον ηρώτησε κάποιος εκ των περιφερομένων εις την πλατείαν. — Ήμουν εξορία, απήντησεν ο επαίτης με σοβαρότητα πολιτικού εξορίστου. Φέρε τώρα μια δεκάρα! — Και ποιος σ' εξώρισε;

— 'Σαν τον ξέρεις τον μπούσουλα, βρε Γιαννάκη, πες μου τώρα πού έχουμε πλώρη; Προσέθηκε μετ' ολίγον ο πλοίαρχος, σβύσας διά της μολυβδίδος αριθμούς τινας και σημειώσας άλλους. — Να, γραίγο κάρτα τραμουντάνα! Απήντησε μετά ετοιμότητος αυταρέσκου ο νεανίσκος, υιός του πλοιάρχου πολυαγάπητος. — Μπράβο, Γιαννάκη, μπράβο, Γιαννάκη! Εσύ μωρέ γυιε μου, τα ξεσκόλησες! Κοντεύεις να περάσης τον πατέρα σου.

Αλλ' ο κόσμος ο αμαθής και ακατήχητος που να εμβαθύνη εις τα τοιαύτα! Αλλά τα χρόνια περνούν. Ασπρίζουν και τα μαύρα μαλλιά. Και ο καπετάν- Μαμμής κουρασμένος και χηρευάμενος πλέον, γέρων, ποδαλγός, έπεσεν εις το στρώμα να ξαποστάση. Και λέγει εις τον υιόν του, τον μοναχογυιόν του, τον Μοναχάκην. — Να σε ιδώ, βρε!

Εκεί ταξίδευε η καρδούλα του». Έκανα το σταυρό μου. «Βρε του παπά την κόρη; » του κάνω. «Σωστά, μου λέει. Την παπαδοπούλα τη μικρή, το Μυγδαλιώ, με τις μακρυές κοτσίδες.

Και άρχισα το τραγούδι: Του ναύτ' η μάνα ζύμωνε του γιου της παξιμάδι!... — Σκάσε, βρε, μη σου σπάσω το δοιάκι στο κεφάλι! μ' έκοψε του καπετάνιου η φωνή. Εξέχασα ευθύς το τραγούδι και τα αισθήματα κ' ελούφαξα σε μια κώχη. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω στο πλωριό κατάρτι μια κουκουβάγια. Τα μαύρα νυχοπόδαρά της εγύριζαν δαχτυλίδια στα χείλη της κόφας κ' εστήριζαν ακίνητο το κορμί σαν να ήταν ψεύτικη.