Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Να κόψουμε μια λεύκα. — Να πάρουμε φλαμούρι να κάμουμε καράβι. — Να βγάλουμε από τον πεύκο τ' Αλπάνη την καρίνα και τα στραβόξυλα. — Εσύ θα είσαι μαραγκός, κ' εγώ πρωτομάστορας. — Βρε! καλώς τους μαστόρους, ηκούσθη έξαφνα μία φωνή. Ο Παλούκας είχεν εξορμήσει, τρίτην ή τετάρτην φοράν από την κρύπτην.

Μα γιατί σε κλέβω, βρε αδερφέ· ψέμματα είνε πως σε δάνεισα; — Με δάνεισες; το ξέρω πως με δάνεισες· με δάνεισες ναι! — Δεν είχαμε συμφωνία να μου τα δώκης στα έβγα του χρόνου; — Ναι, στα έβγα του χρόνου· το θυμάμαι. — Και πέρασαν δυο χρόνια· ή όχι; — Ναι, πέρασαν δεν τ' αρνιέμαι. Μα ό,τι κάνεις δεν το κάνεις από λόγου σου. Μπορούσες να περιμένης ακόμα.

Ενθυμήθη τότε την παραγγελίαν της Μαριώς, ενθυμήθη ότι έπρεπε ν' αγοράση άρτον διά τα τέκνα του· και ετράπη προς την αγοράν. Αλλάκακή μοίρα! — εκεί προ της αγοράς έχαινε παρά την οδόν η θύρα καπηλείου, και προ της θύρας ίστατο φίλος παλαιός, βλάμης του Δημήτρη, ο κυρ Θοδωρής. — Βρε, καλότο Μήτρο! Σκόλη έχεις και συ; Κάτι χαρούμενος;

Κ'στοδουλή, βρε ! δεν έβγαλες ακόμα κανένα χταπόδι; Εκείνος τα χταπόδια και τα καβουράκια τα έβαζεν εις τον φουσκωμένον και βρεγμένον κόλπον του υποκαμίσου του, έχων τρόπον να τα ψοφά με δαγκωματιαίς και με ακρωτηριασμούς, και σου έδειχνε μόνον ταις γρινιάτσαις, λέγων ότι θα υπάγη ύστερ' από το μεσημέρι να ψαρέψη με την καλαμιά.

Και τρέχουν όλα αυτά, και όλοι αυτοί με ταχύτητα δαιμόνων, με βοήν χιλίων καταρρακτών του Νιαγάρα! — Ούρρα Αμέρικα! — Μα βρε αδελφέ, μα βρε αδελφέ, λέγω ξεγλωσσισμένος προς ένα ερυθρόδερμον, τι κάνετε εδώ; Θα σκάση όλη η Αμερική; — Δεν ξέρεις τι κάνομεν! μου είπε θαυμάζων ο Ινδός και σείων εν αγανακτήσει το μέγα κέρατον το οποίον του εχρησίμευεν ως πολεμικόν στόλισμα της κεφαλής.

Δεν ακούς, Μοσχαδώ; Εγώ είμαι. Άνοιξε. Τίποτε. Κανένας δεν αποκρίθηκε. — Βρε, κουφαθήκανε σήμερα! Άνοιξε, σου λέω. Ένα σκυλί ξαφνιασμένο μες στο σκοτάδι άρχισε να γαυγίζη από μέσα, ξύνοντας την πόρτα με τα νύχια του. Γαύγιζε αγριεμμένο, έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ! — Σκασμός, βρε Μπραήμη! Εγώ είμαι. Δε με κατάλαβες; Το σκυλί, με το ξένο όνομα, λύσσαξε περισσότερο.

Το πότισαν! Η ιδέα η ασφαλής πλέον, ότι εμάγευσαν τον υιόν του, εξιλέωνεν αυτόν ενώπιον της πατρικής εξουσίας, της φοβεράς αυτής δυνάμεως. — Χάρισμά σου, βρε! Τω λέγει τότε αποφασιστικώς· και αφίνων άλλον ένα ευρύν αναστεναγμόν από τα βάθη της καρδίας, του, ως ανακουφιζόμενος από αφορήτου άχθους. — Άιντε, και να φύγης! Να μη σε ιδούν τα μάτια μου!

Την τραβούσε να τη βάλη στο στόμα. — Βρε καράβια θεριά τούδωκαν, βρε μπάρκα πρωτοτάξιδα ποδίσανε, κ' εμείς πού πάμε δε μου λες; Βρε πανί δε φαίνεται στο πέλαγο, βαπόρια δεν ξεμυτίζουν να ταξιδέψουν κ' εμείς μωρέ, που βαστιόμαστε με τα μπλάστρια, πού πάμε δε μου λες; Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Δος του και τη μύτη του. — Ο Θεός να με συχωρέση.

Προκειμένου περί διάνομής των λαφύρων, ιδού πώς έλυσε το ζήτημα·Βρε παιδιά, είπε, να φορτώσουμε τώρα τα πράγματα όπως είνε, μοιρασμένα κι' αμοίραστα, για να τα κουβαλήσουμε «όσο είνε νωρίς», — ήτον μία μετά τα μεσάνυχτα — κ' ύστερα κάνουμε καλά, όταν θα τα ξεμπαρκάρουμε. Ο λύκος απ' τα μετρημένα τρώει.

Βρε μπούφο· του είπε τέλος σφουγγόντας τα μάτια του· τετρακόσια χρόνια σκλαβιά και δε μας έκαμε τίποτα και θα μας κάμουν τώρα οι αρκουδιάριδες. Κύττα τη δουλειά σου και μη φοβάσαι. — Τι να μη φοβάμαι, χριστιανέ; είπε ο Δημητράκης με θυμό· πάτησε σου λέω τον τόπο και τον καλλιεργεί· φυτεύει, σπέρνει....

Λέξη Της Ημέρας

μούγγρισμ

Άλλοι Ψάχνουν