United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σα δεν το θέλει ο Χριστούλης μας; Χαλασμός κόσμου έξω. Εμούγκριζε κάτω δαιμονισμένη η θάλασα. Εκύλαε με διαβολική βουή βουνά θεώρατα τα κύματά της, κ' επάλεβε με τις Τίκλας τα σιδερένια καταγιάλια. Τα θυμωμένα κύματα, όπως πάντα σε τέτιες θαλασοταραχές, εμούγκριζαν κ' εξεθύμαιναν τον οργισμένον τον αφρό τους κάτω στου σπιτιού τα θεμέλια.

Εάν το θυσιασθέν ήτο αρνίον, έν πράγμα λευκόν, πράον, ήμερον, ομοιάζον με αρνίον, δεν έπαυε να βγαίνη ακόμη γύρω εις τα θεμέλια της οικίας βελάζον θλιβερώς. Εάν το θύμα ήτο μοσχάριον, ένα βοϊδάκι μικρόν, μαυροκόκκινον, επαρουσιάζετο τριγύρω εις τα ερείπια. Εμούγκριζε με σιγανήν φωνήν, και πολλάκις, ενόσω η οικία εκατοικείτο, το μούγκρισμά του προεσήμαινε κακόν διά τους οικοκυραίους.

Σύντομα, μας έσυραν απάνου σε βάρκα, μας έφεραν κάμποσο διάστημα μεσοθαλασσής, όπου είχαν έτοιμο καραβιού παλαιό σκαφίδι σαρακιασμένο, γδυμένο, δίχως άρμενα, δίχως σχοινιά, δίχως κατάρτι· ως και οι ποντικοί το είχαν αφήσει από φυσικό φόβο· αυτού μας έστησαν να φωνάζουμε της θάλασσας, που εμούγκριζε κατά μας, να στενάζουμε των ανέμων, οπού, σπλαχνικά αντιστενάζοντας, με την αγάπη τους άλλο δεν έκαναν ειμή να μας πειράξουν.

ΛΕΝΩΞ Και μήνυμα δεν έστειλεν εις τον Μακδώφ; ΑΓΚΟΣ Ναι· όμως ορθοκαταίβατ' ο Μακδώφ του απεκρίθη, Όχι! Και σκυθρωπός ο μηνυτής εγύρισε ταις πλάταις κ' εμούγκριζε 'σάν νάλεγε: Θα το μετανοήσης ότι με την απόκρισιν αυτήν σου με φορτόνεις. ΛΕΝΩΞ Αυτό να προφυλάττεται ίσως θα τον φωτίση και όσον είναι γνωστικόν από εδώ ν' απέχη.

Αυτή η ομιλία του γαϊδάρου έφερε τέτοιο αποτέλεσμα οπού το βόιδι ακούοντας αυτήν την νέαν συμβουλήν του γαϊδάρου, έμεινε συγχυσμένον, και εμούγκριζε με μίαν φοβεράν φωνήν. Ο πραγματευτής ακούοντας και των δύο την ομιλίαν άρχισε να γελά εις τρόπον, οπού δεν ηδύνατο να σταματήση από τα γέλια.

Εμπρός τους λαβωμένη Εμούγκριζε η φοράδα του... Την ανακράζει ο Διάκος Κι' αυτή μ' ένα χλημήτισμα τον χαιρετάει και πέφτει. Εστάθηκαν να τόνε ιδούν... Τους φαίνεται σαν ψέμμα. 'Σ την Αλαμάνα ο πόλεμος δεν έπαψεν ακόμα, Το Χάνι το τοιμόρροπο σ έναν Κιοσέ Μεχμέτη Δε θέλει να παραδοθή. Απ' τη χαρά του ο Διάκος Νοιώθει βαθειάτα σωθικά την πρώτη δύναμή του Που αναγεννήθηκε με μιας...

Αν την έβλεπες πώς επηδούσε, αν την άκουες πώς εμούγκριζε και αγκομάχα, πώς εσυνέπαιρνε ό,τι εύρισκεν εμπρός της, πώς έκοβε τα σχοινιά, πώς έσπαζε τα σίδερα χωρίς να παθαίνη τίποτε, θα επίστευες πως ήταν ο διάβολος σωστός. — Το 'κόνισμα παιδιά· το 'κόνισμα! φωνάζει ο ναύκληρος υποψιασμένος. Καθώς άκουσε το εικόνισμα, ελύσσαξεν ο τρισκατάρατος. Έκανε ολάκερο ξύλο να τρέμη σαν το φυλλοκάλαμο.