United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάντες ούτοι, πλήρεις έχοντες τας χείρας αυτών χαρτονομισμάτων και μετοχών, ων η πλήρης ρύπου και μωλώπων μορφή αληθή και αδελφικόν μοι ενέπνεεν οίκτον, περιεφέροντο συνωθούμενοι και οιονεί δαιμονίωντες μεταξύ του πλήθους, και εξελαρυγγίζοντο κραυγάζοντες και εκφωνούντες το εμπόρευμά των. — Αγοράζω δέκα κομματάκια με σαρανταεννηά! . . . — Και μισό, αγαπητέ, και μισό. — Πουλώ είκοσι, με πενήντα.

Να ήσαι βέβαιος, ότι το απόλυτον βάρος της κεφαλής είνε πάντοτε το αυτό, ουδέν δε προσθέτει ο Διάβολος επί πλέον εις το μέτωπον ενός συζύγου· ό,τι φαίνεται ότι προσθέτει εκεί, το έχει αφαιρέση απλούστατα εκ του εγκεφάλου. Ομιλούν περί ανθρώπων πωλούντων την συνείδησίν των· ουτοπία·είνε εμπόρευμα η συνείδησις, το οποίον τότε επώλησεν ο άνθρωπος, ότε έπαυσε να το έχη.

Ποτέ δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά· τότε μόνον επήγαινε μαζί των, όταν ο παππούς τον έστελνε κάτω από το βουνό να πωλήση εμπόρευμα και ο Ρούντυ δεν έτρεφε καμμίαν ιδιαιτέραν αγάπην εις το εμπόριον· εκείνο διά το οποίον ησθάνετο ευχαρίστησιν, ήτο να αναρριχάται επάνω εις τα βουνά ή να κάθεται κοντά εις τον παππούν του και να τον ακούη να του διηγήται για τα παληά τα χρόνια και για τους ανθρώπους, που κατοικούν τον γειτονικόν τόπον Μάιρινγκεν, που ήτο ο γενέθλιος του παππού τόπος.

Εγώ μπορεί να φέρω την Γκριζέντα στο σπίτι τους κι εκείνη θα τις βοηθάει. Είναι πλέον γριές. Εγώ θα δουλεύω. Θα πάω στο Νούορο, θα αγοράσω τυρί, ζώα, μαλλί, κρασί, ακόμη και ξύλα, ναι, επειδή τώρα, με τον πόλεμο, όλα τα πράγματα έχουν αξία. Θα πάω στη Ρώμη και θα πουλήσω το εμπόρευμα στο Υπουργείο Πολέμου. Ξέρεις πόσα θα κερδίσω;» «Ναι, αλλά το κεφάλαιο;» «Μην το σκέφτεσαι, το έχω.

Και τον έβλεπα και μ' έβλεπε μειδιών πάντοτε. — Μα δε γελάς; μου λέγει. — Επροσπάθησα να μειδιάσω. « — Ένας χωρικός σήμερα είχε το αμάξι του γεμάτο και τα πήρα φθηνά, με είπεν. Απεφάσισα ν' αγοράσω κι' άλλα γιατί δίνουν κέρδος. Αυτά τα κρέμασα για σημάδι πως αγοράζω. Για συλλογίσου όμως εμπόρευμα που μούτυχε; αι; Κ' εγελούσε πάντοτε. Εγώ μόλις τον ήκουα.

Όταν όμως της δώσης δύναμιν να κραυγάση, θα φύγης μίλια, θα διακόψης δε και την συγκοινωνίαν της οδού, διότι οι διαβάται δεν τολμούν προς τα εκεί να λοξεύσουν. Εγώ την εγνώρισα καλώς την Θεάν. Υπήρξα έμπορος των ειδώλων της· αλλά την εύρον αχάριστον εμπόρευμα και δι' όσους την επώλησαν, και δι' όσους την ηγόρασαν.