United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι Σφακιανοί στα όρη κρυμμένοι, οι χώρες και τα χωριά καμένα, οι εκκλησιές γκρεμησμένες, άλλη δουλειά για ταγρίμια του ο Χουσεήνης δεν είχε· τους άφινε λοιπόν και ραχατεύανε ώσπου νάρθη η μαύρη η ώρα και του Μωριά.

Θαρρείς πως δεν είνε χίλιες βολές καλλίτερα στα όρη παρά στο χωριό; Αγρίμια μου λες εμένα; Είδες ποτέ σου αγρίμια; — Όι, δεν είδα. — Αι, καλλίτερα 'νε ταγρίμια από πολλούς ανθρώπους σαν τον Τερερέ, σαν ... Παρ' ολίγον να προσθέση «και σαν τον κύρη σου και τον αδερφό σου». — Ταγρίμια, εξηκολούθησε με πικρίαν, δεν παρανομιάζουνε τσ' ανθρώπους και δεν πειράζουν εκείνους που δεν τα πειράζουνε.

Μούρχεται έτσι να πάρω ένα δρόμο, να πηγαίνω, να πηγαίνω, και να μη σώνεται. Ν' ανεβαίνω και να κατεβαίνω βουνά, ποτάμια να διαβαίνω για να τη σβύσω τη φλόγα μου, σε μαύρες ερημιές να πλανιέμαι και να τρομάζουνε με τους στεναγμούς μου ταγρίμια. Να φεύγουν ταγρίμια, και γω να στενάζω μονάχος, πάντα μονάχος . . . Αρετούλα μου, Αρετούλα, μην το κάμης αυτό το κακό!

Είχα ακούσει για ταγρίμια τω βουνώ μας, είδος άγριες αίγες, μεγαλείτερες από τις ήμερες, που τρέχουν σα λάφια και πηδούν βάραθρα φοβερά, αλλά δεν έτυχα να δω. Τότε ήσαν ακόμη, αλλ' έως σήμερο λιγόστεψαν πολύ, με τη μεγάλη καταδίωξη που τους έκαμαν οι κυνηγοί. Δεν είδα κανένα κείχα απελπιστή αν θάβλεπα.

Και ταγρίμια του βουνού μεριάζανε ακόμα στο διάβα του και στις ερημικές τις στάνες ταγριόσκυλλα τονέ ζυγώνανε σκυφτά και ταπεινά, κουνώντας την ουρά τους. Ένα πρωί ο γέρος ο βασιλιάς έκραξε το παιδί του και το φίλησε στο κούτελο. Το κάθισε σιμά του σε χρυσό θρονί και του είπε: — Άκουσε, παιδί μου, αυτά που θα σου πω, και νάχης την ευχή μου. Σήμερα είναι μεγάλη μέρα.

Καιρός μας είταν κάποιο δυνατό χέρι να μας συμμαζέψη και να μας γλυτώση από το φοβερό το φάγωμα, φάγωμα ο ένας με τον άλλον πια όχι, μα το φάγωμα από τα λιμασμένα ταγρίμια που μας παραμόνευαν ολοτρόγυρα.

ΔΑΦΝΙΣ Για όλα τα δένδρα είνε κακό, φρικτό κακό ο χειμώνας, για τα ποτάμια η αναβροχιά, για τα πουλιά η παγίδα και γι' ταγρίμια τα θεριά τα δίχτυα από λινάρι και για τον άντρα ο έρωτας της κορασιάς. Ω Δία, δεν είμαι μόνος που αγαπώ, και συ αγαπάς γυναίκες. Έτσι λιανοτραγούδησαν με την αράδα οι δυο των, μα το τραγούδι το στερνό πρωτάρχισ' ο Μενάλκας.