United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις ήνοιξε το κάτασπρον ως τα πτερά του γλάρου πανίον του, άναψε τον ναργιλέν του, εξηπλώθη παρά το πηδάλιον, κρατών την σκόταν, κ' εξεκίνησεν. Αν ήθελε, καίτοι μόνος, καίτοι αι δύο λέμβοι αρμένιζαν με πανιά και με κουπιά, ήτο ικανός με το κομψότατον, νεοπαγές και κοπτερόν σκάφος του, να προσπεράση τας δύο λέμβους, να τας αφήση «στα μπούνια» ρίπτων «κολοκυθάναις» οπίσω του.

Η φρενίτις και η τρέλλα με εκυρίευσαν και ανέπτυξα όλην μου την δύναμιν διά ν' ανασηκωθώ, διά να πλησιάσω μόνος το τρομερόν γιαταγάνι, το οποίον επροχώρει προς εμέ. Είτα κατέπεσα, αιφνιδίως ησυχάσας, και περέμεινα εξηπλωμένος, μειδιών προς τον θάνατον αυτόν με την ασυνειδησίαν παιδιού, το οποίον πλησιάζει προς εξαιρετικά κοπτερόν αντικείμενον.

Πρέπει δε να υπολογίσωμεν την λεπτότητα των πλευρών και την οξύτητα των γωνιών και την σμικρότητα των μερών και την ταχύτητα της κινήσεως, διότι δι' όλα ταύτα το πυρ ον βίαιον και οξέως κοπτερόν κόπτει πάντοτε ό,τι ήθελε 62. | τύχει, και να ενθυμηθώμεν την γέννησιν του σχήματος του πυρός, ότι δηλ. είναι ακριβώς αύτη η φύσις και όχι άλλη, ήτις διαιρούσα τα σώματα ημών και εις μικρά μέρη κατακερματίζουσα αυτά παράγει το πάθος τούτο, το οποίον λέγομεν θερμότητα, και άμα το όνομα αυτού.

Οι λάροι υψούνται ενίοτε με τους μονοτόνους κρωγμούς των μέχρι των επάλξεων σχεδόν του ερήμου τούτου Κάστρου, και πάλιν με τον κοπτερόν εκείνον δρόμον των καταπίπτουσι μέχρι της επιφανείας της θαλάσσης, ποιούντες κύκλους πυκνούς και ταχείς ως οι δερβίσσαι εκείνοι οι ορχούμενοι.

Τώρα, την έχασα διά παντός! Ω Κορδηλία, στάσου, μη φεύγεις, Κορδηλία μου, ακόμη... Α! Τι λέγεις... Ήτον γλυκειά, ήτον σεμνή και ήσυχη η φωνή της, και είναι τούτο στολισμός μεγάλοςτην γυναίκα!... Εκείνον οπού σ' έπνιξε του πήρα την ζωήν του! ΑΞΙΩΜ. Αλήθεια. Τον εφόνευσε; ΛΗΡ Δεν είν' αλήθεια; Πε το! Ήτον καιρός που έφθανε το κοπτερόν σπαθί μου να κάμη όλους να πηδούν!

Και εν τούτοις έφρισσα σκεπτόμενος ότι δεν έμεινεν εις το εργαλείον, ειμή ολίγη απόστασις, να κτυπήση εις το στήθος μου το κοπτερόν και λάμπον αυτό δρέπανον. Η ελπίς συνετάρασσε τα νεύρα μου και συνέσπα το σώμα μου. Η ελπίς η οποία επισκέπτεται και αυτάς τας κρύπτας της Ιεράς Εξετάσεως.

Και λέγεις ότι θάνατος δεν είν' η εξορία; Δος μου φαρμάκι δυνατόν, ή κοπτερόν μαχαίρι, ό,τι κι’ αν ήναι που ευθύς τον θάνατον να φέρνη, κι όχι τον θάνατον αυτόν, που λέγεις εξορίαν! Ω! εξορίαν! Κάτω 'κεί, καλόγηρε, 'ς τον άδην οι κολασμένοι, 'ς την φωτιάν, αυτήν την λέξιν λέγουν κι ακούονται ουρλιάσματα εκεί που την προφέρουν!

Ημείς ακούοντες τας φωνάς εκείνων των ταλαιπώρων ετρέξαμεν εις βοήθειάν των, και ένας από τους ιδικούς μας, ο πλέον τολμηρός και πρακτικός, με οξύ και κοπτερόν κοντάρι εκτύπησε το κήτος πρώτον εις την καρδίαν, έπειτα εις τον μυελόν της κεφαλής και όταν το κήτος αγροίκησε τας θανατηφόρους πληγάς· εν τω άμα εξέρασε το πλοιάριον, όμως σχεδόν συντριμμένον και ακατάλληλον διά να αρμενίση.