United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς να την καλοθρέφη, και πώς να τη φυλάγη από κάθε κακό. Βήχει ο Χαμίτης; ανατριχιάζει η πέτσα. Μιλά κανένας για τις μεγάλες τις θυσίες που χρειάζουνται τα μεγάλα τα καλά; Η πέτσα τρέμει. Μίλησέ του για τα γλυκά τα ψαράκια που βγάζει το Στενό, δος του δυο τρία καλά σαράφικα μαντάτα, πες του πως η δείνα Πρεσβεία θ' ανακατευτή στο τάδε το ζήτημα, — και ραχατεύει η πέτσα.

Σε λίγο έφτασε το ανηψίδι, με κρεμασμένα τα μούτρα: — Δεν ήρθε ο παπάς. — Βρε μίλα καλά. Άνοιξες τα στραβά σου να ιδής; είπε ο Μελαχροινός. — Δεν ήρθε, σου λέω. Όλοι οι επιβάτες βγήκανε στο μώλο. «Δεν είχαμε κανένα παπά μέσα», μου είπανε. Όλοι πάγωσαν. Η παπαδιά κέρωσε. — Ε! ίσως να μην πρόλαβε το βαπόρι, είπε πάλι ο Κυρ-Θανάσης. Ωστόσο θάχουμε γράμμα. Δε γίνεται.

Μα δε μιλεί ρωμαίικα, που θα είχε σημασία καλή, αφού στη ζωή μου δεν άκουσα να πη κανείς με κακή σημασία, μίλα ρωμαίικα, δηλαδή παστρικά.

Τον είδα! είπε ξερά ο Γιώργης. — Ποιος ήτανε; Μίλα, μωρέ! — Αυτός ο ψιλικατζής!... Δεν είπε τόνομά του. Έκανε μοναχά ένα πικρό χαμόγελο. — Του λόγου του! ξαναείπε. Ας είνε! Δίκηο είχε... Δε μιλήσανε πλια. Σηκώσανε πιο γερά το φίλο τους και ανηφορήσανε στο καλντερίμι. Ο ψιλικατζής! Ο Σταυρός ο Γιαννακός! Ποιος άλλος να ήτανε; Και να μη τους τώλεγε, θα το καταλαβαίνανε.

Η ΜΑΝΝΑ. Μη φλόγες κοκκινίζαν τα ρογόβυζά μου 'δώ, παιδί μου, και λάβα μη σε πότισα, κάρβουνο την καρδιά σου λες να κάνω; Γύρισε λίγο να σε ιδώ, Μίλα, παιδί μου, κι' από την πίκρα μου θε να πεθάνω. Κρατάτε με κι' απόστασα. . . Χριστέ μου, στην Καπερναούμ μια μέρα Ζητήσανε να σου μιλήσουμε τ' αδέρφια σου και η μητέρα.

Εγώ θα σε πάρω στην υπηρεσία μου.» «Γιατί δεν μιλά η εξοχότητά σας μαζί τους; Εμένα δε μ’ ακούνε.» «Μήπως εμένα μ’ ακούνε; Προσπάθησα να τους μιλήσω, αλλά σα να τα έλεγα σε ντουβάρι. Εσύ πρέπει να τις πείσεις, εσύ», είπε δυνατά ο άντρας, χτυπώντας τον πάλι με το χέρι στο γόνατο. «Εάν θέλεις πραγματικά το καλό τους, η μόνη διέξοδος είναι αυτή.

Τότε ύψωσε την κεφαλή, στο γέρικο του αγκώνα 80 ακουμπιστός, και ρώτησε το γιο τ' Ατρέα κι' είπε «Πιος είσαι εσύ που περπατάς στα πλοία ομπρός μονάχος μέσα στης νύχτας την καρδιά, π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται; Μην κάνα σύντροφο ζητάς; μην έχασες μουλάρι; Μίλαάφωνος μην προχωράςκαι πες μου, τι γυρέβεις85

Εκείνος δεν κινείται, δε μιλά και ο γέρος το σκάει σιγά σιγά προς τα επάνω, ανάμεσα στους θάμνους και στις πέτρες, χωρίς να στρέψει πίσω, μεγαλόσωμος και μαύρος στο γαλάζιο φόντο του βουνού. Μόνο όταν δεν τον έβλεπε πια κατάλαβε ότι δεν ονειρευόταν και πετάχτηκε όρθιος, αλλά του φάνηκε ότι ένα χέρι τον τραβούσε προς τα κάτω αναγκάζοντάς τον να ξανακαθίσει, να μείνει ακίνητος.

Περνούσεν ο ένας ναύτης μπροστά από τον άλλο, σταματούσε, κάτι τούλεγε, σταματούσε για να τον κυττάξει, και ύστερα ο καθένας προχωρούσε στη διεύθυνσή του. Οι φωνές και οι βρυσιές στο υπόφραγμα μπόλικες. — Είναι το θαμπό φως που κάνει τους ναύτες έτσι ευκολοερέθιστους, είπεν ο Ρένας, και σε κανένα δεν κάνει εντύπωση. Διαρκώς ακούονταν. — Μίλα καλά, λέω γω. — Αυτό που σου είπα. Γκαπ-γκουπ.

Συχνά, πολύ συχνά μου φαινότανε σα να μιλούσε κάποιος άλλος με το στόμα μου, χωρίς να μπορώ να τα εμποδίσω. Έπρεπε όλο να μου δίνης εσύ και γω να παίρνω μόνο. Μα τώρα θαλλάξη το πράμα. Φτάνει μόνο να γίνω καλά. Την ησύχασα και την παρακάλεσα να μη μιλά πολύ. Είμουνα παραπολύ ευτυχισμένος και δεν μπορούσα να πω περσότερα. — Ναι, ναι, είπε. Σώπαινα σε σένα και μιλούσα σ' άλλους.