Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Όπιος τους μες στη φτερωτή μελανοφόρα νύχτα σε δει, θαν το προφτάσει εφτύς του βασιλιά Αγαμέμνου, και πια το να δοθεί ο νεκρός αναβολές θ' αρχίσουν. 655 Μον έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια· :πόσον καιρό τον Έχτορα σκοπό 'χεις να θρηνήσεις, που ως τότε εγώ με το στρατό να μην ανοίξω μάχη.»
Τέλος πια ο Αίας μίλησε στο γιο τ' Ατριά Μενέλα 651 «Τήρα, Μενέλα θεϊκέ, αν ζωντανά ίσως κάπου δεις το λεβέντη Αντίλοχο, του γέρου γιο Νεστόρου, και ξόρκισ' τον να τρέξει εφτύς στον Αχιλέα ως πέρα και ναν του πει πως χάθηκε ο λατρεφτός του βλάμης.» 655
Πάω τώρα, πρέπει τ' αρχηγού να δώκω τα μαντάτα. Εσύ τον ξέρεις, γέρο μου, καλά, σαν τι είναι εκείνος· δε χωρατέβει, εκεί άξαφνα του φταις χωρίς να φταίξεις.» Τότες του κάνει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης 655 «Τι τάχα κλαίει τους Αχαιούς ο Αχιλέας έτσι και δα ρωτάει πιοι πάθανε; που καν δε βάζει ο νους του σαν τι δεινά μας πλάκωσαν!
Είπε, κι' οι Τρώες ρήχτηκαν με πιο μεγάλη λύσσα. Και θεν δε θένε οι Δαναοί τραβιούνται απ' τα καράβια 655 τα πρώτα, κι' έμειναν εκεί πούταν κοντά οι καλύβες, άσπαστοι μήτε σκόρπισαν στον κάμπο· τι τους βάσταε ντροπής και σέβας, τι έσκουζαν ένας στον άλλο θάρρος. Σαν έτσι αφτοί για τ' όμορφο καράβι πολεμούσαν.
Στο δρόμο τους που περπατάν, 655 Ένας τον άλλον ερωτάν· Αν λάχη και χαθούμε, Πώς να ανταμοθούμε; Με χάσεταν, λέει η Φωτιά, Ρίξτε τριγύρω μια ματιά, 660 Κι' οπού καπνό να ιδήτε, Ελάτε να με βρήτε. Κι' εγώ αποκρίθη το Νερό Έχω τον τόπο φανερό· Οπού χλωρό λιβάδι, 665 Δικό μου είναι σημάδι. Γυρίζουν λεν και της τιμής· Σου φανερόσαμαν εμείς Του καθενού μας τόπο, Πες μας κι' εσύ τον τρόπο. 670
Μα τώρα στάσου εσύ να δεις, τι θα σ' το πιώ το αίμας εδώ θαρρώ, κι' απ' τ' άρματα σφαγμένος τα δικά μου, δόξα σ' εμένα, την ψυχή στον Άδη θα χαρίσεις.» Είπε, κι' εκείνος σήκωσε τα φράξο ναν του ρήξει, 655 και τα κοντάρια πήδηξαν μαζί κι' απ' τα διο χέρια.
Ναί, πριν σκοπό δεν τόχω εγώ ν' αγγίξω πια κοντάρι, 650 πριν ο λεβέντης Έχτορας τους κάψει τα καράβια και πάρει ομπρός το στράτεμα εδώ ως στα σύνορά μου. Ειδέ όσο από καλύβα μου κι' από δικό μου πλοίο, πίσω θαρρώ θα βασταχτεί κιας λαχταράει πολέμους.» 655 Είπε, κι' εκείνοι παίρνοντας διπλόγουβα ποτήρια, ένα ο καθένας, στάλαξαν, και στο καραβοστάσι γύριζαν πάλι, και μπροστά περπάταε ο Δυσσέας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν