United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πρώτος τότε ο Πάτροκλος τινάζει το κοντάρι 284 ίσα στη μέση, οπούτανε πιο πυκνωμένη η μάχη, 285 στ' ακροκαράβι εκεί κοντά τ' αρχόντου Πρωτεσίλα, και τον Πυραίχμη κάρφωσε πούχε απ' τ' Αξιού το ρέμα αμαξοπλίτες Παίονες της Αμυδός φερμένα.

Έτσι οι συντρόφοι κάθισαν το Σαρπηδό από κάτου απ' τη χαριτωμένη οξά του βροντορήχτη Δία· κι' ένας του βλάμης γκαρδιακός, ο δυνατός Πελάγος, του τράβηξε όξω απ' το μερί το φράξινο κοντάρι. 695 Κι' ο δύστυχος λιγοθυμάει, και γύρω μια μαβρίλα στα μάτια του ξαπλώνεται. Μα πάλι ψυχοπιάνει, και του βοριά το δρόσισμα, π' ολόγυρα φυσούσε, τα στήθια του ζωντάνεβε τα βαριολιγωμένα.

Περνάει την κακοτοπιά, φτάνει στο μονοπάτι, Ξεδένει το κοντάρι του, στέκεται, ξανασαίνει, Κι’ αφού ξανάσανε καλά κι’ ήρθε στα συγκαλά του, Κινάει για ύστερη φορά, σαν αστραπή τρεχάτος, Και βρίσκεται μπρος στης σπηλιάς τη φοβερή τη θύρα, Και στου στοιχειού τ’ ανίλεου το μανιωμένο στόμα.

Αυτά 'πε κ' εβλεφάρισε· και ακονισμένο ξίφος ο ποθητός εζώσθ' υιός του θείου Οδυσσέα, κοντάρι εφούκτωσε κ' ευθύςτο πλάγι εκείνου εστήθη, σιμάτον θρόνο, κ' έλαμπε με τ' άρματα ζωσμένος Ραψωδία Χ

Κάμε μου τότε από μίαν δωδεκάδα από όλα, είπεν ο ξένος. — Από τα χονδρά, ναι. Μα από τα ψιλά; — Τα ψιλά πώς λογαριάζονται, με το καντάρι; — Με το κοντάρι. — Κάμε λοιπόν από ένα καντάρι. — Πάγει καλά. Και πότε τα θέλεις; — Οπόταν ειμπορέσης, είπεν ο ξένος. — Και την πληρωμήν; ηρώτησεν ο Γύφτος. — Την πληρωμήν όρισέ την, απήντησεν ο ξένος.

Βλαμένος τότε ο Πάτροκλος απ' του θεού το χτύπο 816 κι' απ' την πληγή του, γύριζεγια να σωθεί οχ το χάροκατά των φίλων τους σωρούς· μα ο Έχτορας τον είδε πως κώλωνε, από κοφτερό κοντάρι τρυπημένος, κι' όξω πετιέται απ' τις σειρές των Τρώων, και κοντά του 820 χοιμάει και χώνει χαλκό στου ψυχικού τη ρίζα και πέρα ως πέρα τον τρυπάει.

Είπε, και σιώντας τίναξε το σουγλερό κοντάρι 280 και στην ασπίδα τον βαράει· κι' εκείνη ως πέρα πέρα πετάει, η μύτη η χάλκινη, και μπαίνει στα τσαπράζα. Κι' έσκουξε τότε ο Πάνταρος με μια φωνή μεγάλη «Σούσκισα ως μέσα την κοιλιά! Πολύ δε θα βαστάξεις λέω όρθιος πια, και μούδωκες μεγάλη εμένα δόξα285 Μα δίχως φόβο απάντησε ο δυνατός Διομήδης «Δε βρήκες, μον αστόχησες.

Ειδέ έλα, αν θες, δοκίμασε, για ναν να το δουν κι' εδώ όλοι... το μάβρο σου αίμα γλήγορα θα βάψει το κοντάρι

Βογγούση τον περήφανο, που βιάζεται, και θέλει Να πάρη τον κατήφορο μ' ελπίδα να βουτήση, Και τη γλυκή του τη ζωή ο δόλιος ν' απαντήση. Μον κείνος καταπάνω του τρεχάτος τον πλακόνει, Με το κοντάρι τον βαρεί και τον αποτελιόνει· 530

Ναι, τώρα εγώ δε θα μπορώ να πολεμήσω πια άλλους, μα ώρα κακή και θάνατος θα βρει νομίζω εσένα σήμερα εδώ, κι' απ' τ' όπλο μου σφαγμένος θα χαρίσεις δόξα σ' εμένα, την ψυχή στον καβαλάρη χάρο445 Είπε, κι' εκείνος γύρισε και τόκοψε φεβγάλα· σαν έστριψε όμως, τούμπηξε στους ώμους το κοντάρι ίσα στη μέση, κι' αντικρύ του τόβγαλε ως στα στήθια.