United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να, τώρα που λες, Θανασάκη μου, επειδή πάτησε ποδάρι αυτή η γρηά, η πεθερά μου, που φοβάται μην πεθάνη, κ' ήθελε να γένη ο γάμος τώρα . . . Εγώ είπα να γένης πρώτα καλά εσύ, κ' ύστερα να μας βάλουν στέφανα . . . Μόλις σηκώθηκε στα πόδια της, και βιάζεται να δώση την ευκή της, φοβάται μην ξανακυλίση . . . Ως τόσο, είσαι και συ, καλλίτερα, Θανάση, δεν είσαι;

Μα ας μείνει ο Αχιλιάς ως τότε εδώ κιας βιάζεται για μάχη, μείνετε κι' όλοι αχώριστοι οι άλλοι ως που να φτάσουν 190 τα δώρα εδώ όξω και πιστά να σφάξουμε ορκιστήρια.

Και σαν τον είδε ο θεϊκός τον πόνεσε Αχιλέας, 5 και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια. «Τι κλαις σαν κόρη, Πάτροκλε, μικρούλα που της μάννας ζητάει, μαζί της τρέχοντας, στα χέρια ναν την πάρει, και την τραβά ενώ βιάζεται, κι' ως που ναν τη σηκώσει τη βλέπει πάντα ολόδακρη πιασμένη απ' την ποδιά της; 10 Έτσι τα δάκρια, Πάτροκλε, σαν κοπελούδι χύνεις.

Μον ας μη βιάζεται, και να λογιάζη, πως κάτι αξιάζει· Λ ο γ ι ό τ α τ ο ς Ο λογιότατος Μιαλούδης Τέλιος δα γραμματικός, Είναι πάντα σ' απορίαις, Κι' όλο μνήσκει εκστατικός, Αμαθείς παρατηρόντας Κι' αναλφάβητα μιαλά, Πλιο ορθά να συλλογιούνται, Να βαθαίνουν πλιο καλά Απ' αυτόν, κι' απ' όσους άλλους Προκομμένους σαν κι' αυτόν Λογικής σπουδάζουν μέτρα Με αγώνα αρκετόν.

Και η κίνησις του μεγαλοψύχου φαίνεται ότι είναι βραδυκίνητος, και η φωνή του βαρύφωνος, και η απαγγελία του στάσιμος. Διότι δεν βιάζεται όστις εκτιμά πολύ ολίγα πράγματα, ούτε σφίγγεται όστις δεν θεωρεί κανέν πράγμα ως μέγα. Η οξυφωνία όμως και η ταχύτης από αυτά προέρχεται. Τοιούτος λοιπόν είναι ο μεγαλόψυχος. &Μικροψυχία και χαυνότης.& — Ο δε ελλιπής είναι μικρόψυχος, και υπερβολικός χαύνος.

Το βεβαιόνω, αφέντη, και τα φυλάω, επειδή είναι σημάδια πως έχει τύχη καλύτερη απ' τη δική μας. Να είναι λοιπόν σκλάβος του Άστυλου δε μου κακοφαίνεται· όμορφος δούλος όμορφου και καλού αφέντη· μα δε μπορώ να υποφέρω να γίνη ξεντρόπιασμα του Γνάθωνα, που βιάζεται να τον πάη στη Μιτυλήνη για να τον έχη σαν γυναίκα.

Αλλά η φύσις δεν βιάζεται ατιμωρητί. Βάλε Πήλια χιόνος και Όσας πάγων επί ηφαιστείου, το ηφαίστειον, όταν έλθη η ώρα, θα κροτήση, θα βοήξη και θ' αναδώση την λαμπεράν, την βυσσινόχρουν του λάμψιν.

Ήρθαμε μια στιγμή κοντά σου, όχι να σ' ακούσουμε, γιατί βιάζεται ο φίλος μας απ' εδώ, μόνο να σου πούμε δυο λόγια, εδώ στην πόρτα. Ας περιμένουνε λιγάκι οι φοιτητάδες. Δυο τρεις δοτικές απάνω, δυο τρεις κάτω, τι πειράζει! Χιλιάδες τις έχουνε. Εμείς όμως οι δυο καθημέρα δε σέχουμε.

Η κυρά-Μανωλάκαινα όμως, ανυπόμονος ως όλαι αι γυναίκες όταν πρόκειται να επιδειχθώσιν, έσπευδεν έτι μάλλον, θαρρείς και της είπεν ο κυρ-Μανωλάκης να βιάζεται. Και ο κώδων ο εύλαλος γλυκύτατα αντήχει εν τη νυκτί, καταθέλγων με τους συμπαθεις ήχους του όλον το χωρίον.

Και ούτως η γραία απέθανεν ευχαριστημένη, αλλάξασα ιδέαν και λέγουσα ότι τα κορίτσια δεν πρέπει να βιάζωνται. Όποιος βιάζεται, μένει 'πίσω! Και η κόρη της με τον κυρ-Μανωλάκη επήγεν εμπρός. Ο κυρ Μανωλάκης διά των κτημάτων του και της οικονομίας του είχε σχηματίσει καλήν περιουσίαν.