United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πονηρός γέρων αυτός, μόλις εννόει ότι επλησίαζεν η περιφορά του δίσκου, προσεποιείτο ότι κατελαμβάνετο υπό βηχός και απήρχετο. Δύο μόνον ελαττώματα του κυρ-Μανωλάκη ανεκάλυψαν οι εκκλησιαζόμενοι. Και δύο μόνον παρεδέχετο και ο κ. δήμαρχος, και τω έκαμνε συχνάς παρατηρήσεις προς διόρθωσιν. Αλλ' ο κυρ-Μανωλάκης ήτο αμετάπειστος. — Ξεύρω 'γώ! έλεγε πάντοτε.

Ο κυρ-Μανωλάκης παρέμεινε τότε εις την θέσιν του, ίνα περιποιηθή πρώτον τους ξένους και τας κυρίας τωντο κατά δύναμινκαι μετά ταύτα θα μετέβαινε να παραλάβη την σύζυγόν του.

Και φορέσας πάλιν την καπίτσα του, εξήλθε μουρμουρίζων. — Καλά μου είπεν η Τουρκογύφτισσα! Έκτοτε πολλάκις ο κυρ-Μανωλάκης υπό τας σκιεράς ελαίας του θερμά έχυσε δάκρυα μετανοήσας διότι δεν έγεινε καλόγηρος. Αλλά πού εγνώριζεν ο πτωχός ότι, φοβηθείς τους πολλούς πειρασμούς της ερήμου, ήθελε πέσει εις τας χείρας ενός άλλου φοβερωτέρου και συνθετωτέρου δαίμονος!

Και κατ' αρχάς μεν διά κωμικών νευμάτων μειδιώντων και συνοφρυουμένων συνάμα, υπεδείκνυεν εις αυτάς την γυναικωνίτιδα. Επειδή όμως αι κυρίαι απροσεκτούσαι εις τα νεύματά του εξηκολούθουν να ομιλώσι μεταξύ των, ο κυρ-Μανωλάκης ηναγκάσθη να παρατηρήση εις αυτάς καθαρά: — Δεν είνε εδώ η θέσις σας! Αι κυρίαι έκαμαν πώς δεν ήκουσαν, και εξηκολούθουν ν' αερίζωνται με τα ριπίδιά των.

Εγένετο ούτως ο κυρ-Μανωλάκης ο τρόμος των κηρίων. Διηγούνταιίσως είνε υπερβολικάότι εις την αγρυπνίαν του αγίου Νικολάου πολλά κηρία έσβυσαν μόνα των, από τον φόβον των, μόλις ήκουσαν τα ενεδρεύοντα πατήματα του φοβερού επιτρόπου! Τούτο όμως έσχεν ολεθρίας συνεπείας εις τους υπολογισμούς του κυρ- Μανωλάκη, διότι οι δεισιδαιμονέστεροι των χωρικών έπαυσαν να ανάπτουν κηρία.

Άφησέ με! απήντησεν ο κυρ-Μανωλάκης. — Μήπως επιάσθηκες πάλιν για τα κεριά; — Παρατήθηκα! Η απάντησις αύτη επάγωσε την κυρά-Μανωλάκαινα, ήτις απέμεινεν ως χρυσούν άγαλμα σιωπηλή και ακίνητος. Ο κυρ Μανωλάκης το εφύσα και δεν εκρύονε, κατά το δη λεγόμενον.

Αλλ' αν ο κυρ-Μανωλάκης είχε τόσους πειρασμούς να υπερνικήση, πολλάκις αγανακτών και κακολογών τους παρεμβαίνοντας εις την διοίκησίν του, χωρίς να ξεύρουνήτο οπαδός του συγκεντρωτικού συστήματος — η κυρά Μανωλάκαινα έδρεπεν όλας τας δάφνας της εξουσίας του συζύγου της. Ιδίως τας ηδονάς και τρυφερότητας αυτής ησθάνθη την μεγάλην εβδομάδα.

Αλλ' ο κυρ-Μανωλάκης ατάραχος, μειδιών πάντοτε υπό τον φαιόν του μύστακα, εξηκολούθει τον κρυφόν κατά των κηρίων πόλεμον, εις τα νύχια πατών, ίνα μη τρίζουν τα υποδήματά του· περιήρχετο δε κατά την διάρκειαν της λειτουργίας τα διάφορα μανουάλια αρπάζων τα κηρία μετ' αφάτου αγαλλιάσεως ως αόρατος του σκότους δαίμων. Και δεν ηρκείτο εις τας κυριακάς μόνον και τας εορτάς.

Αίφνης ακούει τους κώδωνας του ναού ηχούντας. — Αχ! κι' ακόμα δεν χαζιρεύθηκα! Ανεφώνησε κ' επετάχυνε την αμφίεσίν της. Ο κυρ-Μανωλάκης θαρρείς και ήτο συνδεδεμένος μετά του σχοινίου του κώδωνος. Αφυπνίσθη πάραυτα· και χασμηθείς βροντερώς εκρότησε κατά την συνήθειάν του τας χείρας του: — Ξυπνάνε τα αίματα! έλεγε.

Της έκαμνον τόπον τα σόια. Κ' εθαύμαζε και η ιδία διανοουμένη: — Τι είνε ο κόσμος! Και ο κυρ-Μανωλάκης με την φέσαν του την υψηλήν υπερηφάνως περιέφερε τον δίσκον ασημένιον, απαστράπτοντα, απαγγέλλων μετά στόμφου πανηγυρικού: — Το λάδι της εκκλησίας! Βοήθειά σας! Και αντήχει η φωνή του καθαρά και εύηχος ως απαραίτητος του ναού ψαλμωδία: — Το λάδι της εκκλησίας! Βοήθειά σας!