United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν ήτο δυνατόν να προκόψη κανένας! έλεγεν αγανακτών ο Μιστόκλης. Αμυδρώς ενθυμείτο ότι τον είδε, τον φοβερόν Γέροντα, άγριον ως λύκον και όταν η γυναίκα του εγέννησε το πρώτον τέκνον των· και τω εφάνη ότι και τότε είπεν εις τον Μιστόκλην ο Γέρων. — Όπου φτωχός και η μοίρα του!

Αγανακτών πολλάκις διότι δεν ετουφέκιζον ουδέ καν φεύγοντες, εφώναζεν, επαρακινούσεν, ύβριζεν και τελευταίον αρπάζων τα τουφέκια των πλησιεστέρων επυροβόλει κατά των εχθρών· είχον ήδη εξέλθει τινές και από το Δίστομον εις βοήθειαν των φευγόντων, ώστε οι εχθροί, μη δυνάμενοι πλέον να εξακολουθήσωσι την δίωξιν επί λόφου πετρώδους, όπου το ιππικόν των δεν ήτον πλέον χρήσιμον, ωπισθοδρόμησαν.

Αλλ' αν ο κυρ-Μανωλάκης είχε τόσους πειρασμούς να υπερνικήση, πολλάκις αγανακτών και κακολογών τους παρεμβαίνοντας εις την διοίκησίν του, χωρίς να ξεύρουνήτο οπαδός του συγκεντρωτικού συστήματος — η κυρά Μανωλάκαινα έδρεπεν όλας τας δάφνας της εξουσίας του συζύγου της. Ιδίως τας ηδονάς και τρυφερότητας αυτής ησθάνθη την μεγάλην εβδομάδα.

Εζήτησε λοιπόν να συντάξουν καλλιτέραν συνθήκην λέγων ότι η υπάρχουσα δεν θα εγίνετο δεκτή και ότι υπό τοιούτους όρους δεν ήθελαν κανέν σιτηρέσιον. Και ο μεν Τισσαφέρνης αγανακτών απεχωρίσθη απ' αυτών μετ' οργής και άπρακτος. Ήλπιζαν άλλως με τους συμμάχους, τους οποίους είχον τότε, να δυνηθούν αυτοί μόνοι να συντηρήσουν τον στόλον, χωρίς να ζητήσουν χρήματα παρά του Τισσαφέρνους.

Δεν τους έχεις τους ανθρώπους σαν τα ζωντανά σου, να έρχωνται και να ξαναέρχωνται χίλιες φορές. Ο Λάμπρος και ο Μανώλης ηυχαρίστησαν διά μειδιάματος την σύζυγον του Σπληνογιάννη διά το φιλοφρόνημα. — Μα κάμε φρόνιμα, γυναίκα! έκραξεν αγανακτών ο ποιμήν. Είνε τρόπος αυτός να επιμένης τόσον εσύ, εμπρός εις τόσους άνδρας! Αλλοίμονό μας, αν αρχίσουν να μας κουμαντάρουν η γυναίκες μας!

Εις Μαρίαν θέλεις ακροστιχίδας; — Ναι· παράξενον σου φαίνεται; αντηρώτησεν ο φίλος απορών. — Παράξενον μόνον; Θρασύ μου φαίνεται! εβροντοφώνησεν ο Μιμίκος. Ο Γιάγκος εκλονίσθη ολίγον εκ της βιαιότητος του επιφωνήματος, πριν ή δε προφθάση να εξηγηθή, υπέλαβεν αγανακτών ο ποιητής. — Αι φίλτατε, πολύ απλούς είσαι, αν νομίζης, ότι θα σου δώσω όπλα, διά να με πολεμήσης. — Να σε . . .

Το οίκημα ευρίσκεται εις την είσοδον του ιερού, λέγουσι δε ότι δεν το έσυρον εντός διά την ακόλουθον αιτίαν ότε το έσυρον, ο αρχιτέκτων, αγανακτών και διά το επίπονον της εργασίας και διά τον πολύν χρόνον όστις κατηναλίσκετο, ήρχισε να στενάζη· ο δε Άμασις εκλαβών τούτο ως κακόν σημείον, δεν άφησε να σύρωσι το οίκημα περισσότερον· άλλοι λέγουσιν ότι είς των περί τους μοχλούς εργαζομένων κατεπλακώθη υπό τα οίκημα, και ότι από της στιγμής εκείνης έπαυσαν να το κινώσιν.

Επί πολύ εστεκόμην και παρετήρουν ταύτα θαυμάζων και απορών και αγανακτών. Κάποιος δε Κελτός παριστάμενος, ο οποίος εγνώριζε τα ημέτερα, ως εφάνη, εγνώριζε δε κατά βάθος και τα της πατρίδος του, μου είπεν εις άπταιστον Ελληνικήν γλώσσαν. Εγώ, ξένε, θα σου εξηγήσω της εικόνος το αίνιγμα, διότι φαίνεται ότι πολύ σ' ετάραξε.