Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Τώρα όμως, τώρα δεν έχει πλέον ο Γιάγκος να είπη τίποτε. Θα της δώση βεβαίως δέκα χιλιάδας, να μεταβή τουλάχιστον έως τους Παρισίους· εκεί θα κάμη και τα χειμερινά της ενδύματα, καλλίτερα, εννοείται, και ευθηνότερα παρά εις τας Αθήνας, και θα έχη τοιουτοτρόπως και οικονομίαν.

Ο Γιάγκος ανοίγει το γράμμα και αναγινώσκει· Ευγενέστατε κύριε. Η τιμή μου είνε εις χείρας εχθρού μου. Πού να φαντασθώ ο ταλαίπωρος, ποία ημέρα μου εξημερόνει. Διά σας εμειδίασε σήμερον η τύχη δι' εμέ, αλλοίμονον! η τύχη δεν έχει πλέον μειδιάματα. Δι' εκατόν δραχμάς γελοίας, δι εκατόν γελοίας δραχμάς κινδυνεύει η προσωπική μου ελευθερία. Αυτάς τας δραχμάς τας ζητώ από σας.

Και ο Γιάγκος λαμβάνει τον πίλον του και κατευθύνεται προς την θύραν, ενώ η συζυγός του φωνάζει κατόπιν του·Μην αργήσης! — Δεν πιστεύω, αν όμως αργήσω, μη με περιμένετε. Ο Περδίκης ανοίγει την εξώθυραν, αλλά συναντάται επί της φλιάς προς άνθρωπον τινα παραδόξου εξωτερικού, όστις την αυτήν εκείνην στιγμήν έκρουε την θύραν.

Το ξεύρω, χρυσό μου, το ξεύρω, λέγει καθησυχάζων την τρυφερότητα της συζύγου του και μορφάζων μάλλον ή μειδιών ο Γιάγκος. Και εξέρχεται εις την οδόν. Η κυρία Πηνελόπη, μείνασα μόνη, απλόνει τα χαρτιά επί της τραπέζης και ρίπτει την πασιέντσαν του Ναπολέοντος, διά να ίδη αν θα κερδήση εις το λαχείον.

Ο Κ. Περδίκης λοιπόν, Ιωάννης το όνομα, ή Γιάγκος, ως αποκαλεί αυτόν η σύζυγός του, οσάκις του παρουσιάζει λογαριασμούς προς πληρωμήν, παίζει, ως προείπομεν, σ κ ο υ π ι σ τ ή ν μετά της κυρίας του. Η κυρία του είνε γυνή τεσσαράκοντα περίπου ετών, οστεώδης, λιπόσαρκος και πλήρης γωνιών, οξείαν έχουσα την ρίνα, προέχοντα τον πώγωνα, στικτούς τους οφθαλμούς και ελαφρώς μυστακιών το άνω χείλος.

Διά τούτο δε και ότε ημέραν τινά ο Γιάγκος, εν ώρα φιλικών εκμυστηρεύσεων, ήνοιξε και πάλιν την καρδίαν του εις τον Μιμίκον, και έδειξεν αυτήν θερμαινομένην εις τας ακτίνας νέου ερωτικού ηλίου, και εζήτησε τέλος παρ' αυτού μίαν περιπαθή ακροστιχίδα εις το γλυκύ όνομα της Μαρίας, ο ποιητής έρριψεν εις αυτόν ανεκφράστου αυταρκείας βλέμμα, και τον ηρώτησε μορφάζων μάλλον ή μειδιών·

Τα είπαν άλλοι! τα είπαν άλλοι! φωνεί οργίλη προς τον υπηρέτην η κυρία Πηνελόπη. Διώξε τους! — Άφησέ τους, ψυχή μου! παρατηρεί μεγαθύμως ο Γιάγκος πτωχοί άνθρωποι είνε. Νά! προσθέτει αμέσως στρεφόμενος προς τον υπηρέτην, δος τους τρία φράγκα, και πες τους, τους ευχαριστούμεν.

Εις Μαρίαν θέλεις ακροστιχίδας; — Ναι· παράξενον σου φαίνεται; αντηρώτησεν ο φίλος απορών. — Παράξενον μόνον; Θρασύ μου φαίνεται! εβροντοφώνησεν ο Μιμίκος. Ο Γιάγκος εκλονίσθη ολίγον εκ της βιαιότητος του επιφωνήματος, πριν ή δε προφθάση να εξηγηθή, υπέλαβεν αγανακτών ο ποιητής. — Αι φίλτατε, πολύ απλούς είσαι, αν νομίζης, ότι θα σου δώσω όπλα, διά να με πολεμήσης. — Να σε . . .

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν