United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι τέσσαρες κυρίαι μετά τούτο επανήλθον και εστάθησαν παρά το Παγκάριον πάλιν, όπου ίσταντο και οι σύζυγοί των. Ο δήμαρχος ελθών συνεννοείτο μετά του εφημερίου περί της τελετής. Ο κυρ-Μανωλάκης νομίζων ότι ήθελον να ρίψωσιν εις τον δίσκον τι, ήρχισε μελωδών ικετευτικώτατα: — Το λάδι της εκκλησίας! Και εις έτη πολλά!

Πρώτον δεν ηνείχετο να βλέπη γυναίκας κάτω εις τον ναόν. Και εις τούτοπλην του δημάρχου ποιούντος εξαιρέσειςήσαν σύμφωνοι οι εκκλησιαζόμενοι. — Νά η θέσις σας! εκραύγαζεν ο κυρ-Μανωλάκης, νουθετών τας γυναίκας, και δεικνύων διά του δακτύλου την γυναικωνίτιδα. Στρεφόμενος δε προς τον κ. δήμαρχον προσέθετε·Εκείνοι που τα νομοθετήσανε αυτά, ξεύρανε καλλίτερα από μας.

Εξαγάγουσα από μεγάλου δρυΐνου κιβωτίου τα χρυσά προικιά της, τα οποία χρόνια είχε να φορέση το Πάσχα, την νύκτα, προητοίμαζεν αυτά υπό το φως λυχναρίου, επιδιορθούσα μικράς τινας βλάβας τυχόν, όπως στολισθείσα ως νύμφη μεταβή εις την Ανάστασιν κ' επιδείξη τον χρυσόν πλούτον του ιματισμού της. Ο κυρ-Μανωλάκης εκοιμάτο εις το παρακείμενον δωμάτιον.

Την άλλην ημέραν εγκαθιδρύθη εν τω Παγκαρίω του ναού ως εν θρόνω, με την φέσαν του την υψηλήν ως επάνω, και με την βράκα του την βολτιασμένην και γυαλιστερήν ως από μουσελίνην. Έβαλεν αμέσως τάξιν εις τον ναόν. — Δεν μου λες πως ήσουν καμωμένος για Πίτροπος! Τω έλεγεν ο κ. δήμαρχος. — Εγώ πηγαίνω σύμφωνα με την εκκλησίαν, απήντα ο κυρ-Μανωλάκης χαρούμενος. Δεν πρέπει να ζητή κανείς την αρχήν.

Εφέτος όμως θα είχε τα πρωτεία ς' το γυναικείον. Έδωσεν ο Θεός και ο άνδρας της, ο κυρ-Μανωλάκης, έγεινε Πίτροπος και θα είχεν η κυρά-Πιτρόπισσα την πρώτην θέσιν, μπροστά-μπροστά εις τα καφάσια. Και θάβλεπεν όλην την παράταξιν της λαμπράς ακολουθίας και θα ήκουεν όλα τα γράμματα . Δεν τα καλονοούσε, μα θα τα ήκουεν. Εν ω άλλοτε πίσω-πίσω από της άλλαις δεν έβλεπε τίποτε, δεν ήκουε τίποτε.

Η κυρά-Μανωλάκαινα όμως, ανυπόμονος ως όλαι αι γυναίκες όταν πρόκειται να επιδειχθώσιν, έσπευδεν έτι μάλλον, θαρρείς και της είπεν ο κυρ-Μανωλάκης να βιάζεται. Και ο κώδων ο εύλαλος γλυκύτατα αντήχει εν τη νυκτί, καταθέλγων με τους συμπαθεις ήχους του όλον το χωρίον.

Τα πιθάρια μας γεμάτα, έλεγεν, αι αποθήκαι μας γεμάται, τα βαρέλια μας γεμάτα. Τι άλλο θέλεις; — Να γένης δήμαρχος! Ετόλμησε να είπη η κυρά-Μανωλάκαινα. Ο κυρ-Μανωλάκης εφόρεσε την καπίτσα μουρμουρίζων. Φαίνεται ότι ανεμνήσθη την μάγισσαν, η οποία του είπεν ότι εις το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του κάτι θα πάθη. Έρις λοιπόν και ταραχή.

Και όταν μετά θαυμασμού εθεώρουν οι χριστιανοί τον αχθοφόρον εισερχόμενον εις τον ναόνκαι τον εισήγεν ο επίτροπος πάντοτε διαρκούσης της ακολουθίαςκαι φέροντα βαρύτατον σάκκον γεμάτον διαφόρου μεγέθους κηρία, νεόχυτα, ευωδιάζοντα, ο κυρ-Μανωλάκης έλεγε: — Τα βλέπετε αυτά; είνε από τα απόκερα!

Αλλ' ενώ ο κυρ-Μανωλάκης διενοείτο ότι ήτο καιρός πλέον να μεταβή και παραλάβη την αναμένουσαν σύζυγόν του, ήτις βεβαίως θ' ανυπομόνει λίαν, εισέρχεται ο δήμαρχος του χωρίου, μιξοπόλιος κ' ευτραφής ανήρ, οδηγών τέσσαρας νεαράς κυρίαςτας δύο νεαρωτέραςτην σύζυγον του υποτελώνου και την θυγατέρα της, και την σύζυγον του λιμενάρχου και την θυγατέρα της.