Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ εκείνα οπ' ερωτάς με• Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιούμαι τ' Αγχιάλου 180 ότι είμ' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων• με πλοίον και με συντροφιάν έφθασα και πηγαίνω, το μαύρο πέλαο σχίζοντας, 'ς ανθρώπους αλλοφώνους, 'ς την Τέμεση, για χάλκωμα και σίδερο τους φέρω. κ' έξω απ' την πόλιν άφησα το πλοίο, 'ς τον λιμένα 185 το Ρείθρον, αποκάτωθε του δασερού Νηίου• και πατρικοί καυχιούμασθε παλαιόθ' ανάμεσόν μας ξένοι, και αν θέλης πήγαινε τον γέρο να ερωτήσης ήρωα Λαέρτην, όπου πλειά δεν έρχεται 'ς την πόλι, ως λέγουν, αλλά 'ς τους αγρούς πέρα κακοπαθαίνει, 190 με γραίαν υπηρέτριαν, οπού πιοτό και βρώσι του παραθέτει, όταν αυτού τα μέλη πάρη ο κόπος, 'ς το κάρπιμο ενώ σέρνεται κηπάρι αμπελοφόρο. κ' ήλθα επειδή ο πατέρας σου ελέγετο πως ήταν εις την πατρίδα• αλλ' οι θεοί τον δρόμο του εμποδίζουν• 195 τί δεν απέθανε 'ς την γην ο θείος Οδυσσέας, αλλ' είναι ακόμα ζωντανός 'ς τα πέλαγα, κλεισμένος μέσα εις περίβρεκτο νησί, και άνδρες κακοί τον έχουν άγριοι, κ' εις το πείσμα του θαρρώ πως τον κρατούσι. και θα σου ειπώ προμάντευμα, 'που τώρα εις την καρδιά μου 200 μου βάζουν οι αθάνατοι, και ν' αληθεύση ελπίζω, αν και ούτε μάντις είμ' εγώ ούτε είμαι ορνιθοκρίτης. μακράν ακόμη απ' την γλυκειά πατρίδα δεν θα μείνη πολύν καιρόν, ουδ' αν δεσμά τον έχουν σιδερένια• ότ' είναι πολυμήχανος, θα σοφιθή να φύγη. 205 αλλ' έλα τώρα λέγε μου με όλη την αλήθεια, αν τέτοιος άνδρας καθ' αυτό παιδί 'σαι τ' Οδυσσέα• και φοβερά 'ς την κεφαλή, 'ς τα εύμορφα μάτια μοιάζεις εκείνου, επειδή σμίγαμε συχναίς φοραίς αντάμα, πριν εις την Τροίαν αναιβή, 'π' ανέβηκαν κ' οι άλλοι 210 'ς τα βαθουλά καράβια τους, οι πρώτοι των Αργείων. τον Οδυσσέ' από τότ' εγώ δεν είδα, ούτ' εμέ κείνος».
'ς την γην εβγήκαμε, νερό επήραμε από βρύσι, 85 και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. και το φαγί και το πιοτό άμα ευφρανθήκαμ' όλοι, τότε συντρόφους έστειλα, να υπάγουν και να μάθουν ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν, δύο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. 90 επήγαν κ' επλησίασαν τους Λωτοφάγους άνδραις, και τούτοι των συντρόφων μας κακό δεν μελετούσαν κανένα, αλλά τους έδωσαν λωτό να δοκιμάσουν. και άμα εγευόνταν τον καρπό, 'που ήταν γλυκός 'σαν μέλι, να γύρουν πλειά δεν έστεργαν, ουδ' είδησι να φέρουν. 95 αλλά να μένουν ήθελαν σιμά των Λωτοφάγων, λωτό να τρώγουν, την γλυκειά πατρίδα λησμονώντας. εις τα καράβια εγώ με βια τους γύρισα κ' εκλαίαν, και εις τα ζυγ' αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους. ν' αναιβούν τότ' επρόσταξα των άλλων των συντρόφων 100 'ς τα γοργά πλοία με σπουδή, μη κάποιος απ' εκείνους φάγη λωτό, και την γλυκειά πατρίδα λησμονήση. εμπήκαν, αραδιάσθηκαν εις τα σανίδια κείνοι, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν