Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Η δε τριγωνική φαλακρά κορυφή της Καραφιλτζανάκας ήτον όλη μία λευκή μάζα ως να κατέρρευσεν απ' αυτής πηγή γάλακτος παγέντος μέχρι των υπωρειών. Ούτε ίχνος οδού, ουδέ σημείον. Πλην ο Μπάρμπα-Σταύρος γνωρίζων την οδόν καλώς, εβημάτιζεν επί της χιόνος προχωρών προς το κτήμα του κατηφής και κλαίων σχεδόν, διότι έβλεπε πλέον ότι μεγάλη ζημία εγένετο εις τον ελαιώνα.
Και ο άνθρωπος προσέθηκε κλαίων: — Οίμοι! την πρωίαν όμως, ότε αφυπνίσθην, εις μάτην το πτηνόν μου ανεζήτησα· τα πτερά το είχον βοηθήση εις το να πετάξη ταχύτερον, — και επέταξε μάλιστα και άνευ καπελλίνου!. . . Λέγω τότε προς το Φάσμα: — Λοιπόν, δείξε μου γυναίκα σοφήν, και άνδρα μωρόν. Κινεί και πάλιν την ατμώδη του χείρα, και ιδού ανήρ ηλίθιος, εγγύς γυναικός σοφωτάτης
Ήθελε να της είπη, κλαίων και αυτός, ότι θαρρώσταινεν, όχι από τους κόπους, αλλ' από την ανυπομονησίαν της αγάπης του, ότι δεν μπορούσε πλέον να ζη ούτε στιγμήν χωρίς να την βλέπη, ότι η ζωή του χωρίς αυτήν ήτο μαρτύριον και τα τοιαύτα.
Ο πατήρ του ηγόρασεν άλλην, αφού τον υποχρέωσε να υποσχεθή ότι δεν θα την πιάση εις την χείρα έως τα μεσάνυκτα, όταν θα υπάγουν εις την Ανάστασιν. Ο μικρός απεκοιμήθη κλαίων και χαίρων.
Ήρπασαν από των χειρών του Βράγγη την μικράν παιδίσκην, και εξηκολούθησαν τον δρόμον των. Ο Βράγγης έκλαιεν ως παιδίον. — Πάρε αυτό, γέρο, διά να παρηγορηθής! έκραξεν ο πρώτος των ιππέων ρίψας αυτώ βαλάντιον πλήρες χρημάτων. Ο Βράγγης κατεπάτησε το βαλάντιον με τους δύο πόδας του, και έτρεξε κλαίων κατόπιν των καλπαζόντων ίππων.
Άμα τον έβλεπεν ο Μανώλης, έφευγεν ως αγρίμι και εκραύγαζε κλαίων: — Δε θέλω γράμματα! Δε θέλω! Εφοβέριζε δε ότι, αν ο πατέρας του επέμενε, θα έπεφτε να σκοτωθή εις την παρακειμένην χαράδραν. Και είχε τόσην ειλικρίνειαν εις την φωνήν και τόσην αποφασιστικότητα εις το βλέμμα, ώστε ο Σαϊτονικολής εφοβήθη ότι, αν επεχείρει να μεταχειρισθή βίαν, θα εξετέλει την απειλήν του.
Και είδον τον πεινώντα τρέχοντα κατόπιν του διαφυγόντος άρτου του, τας δε δύο μηχανάς, χανομένας εις τα βάθη της οδού, και επ' άπειρον διωκούσας αλλήλας! Και ητοιμάσθην να φύγω, κλαίων διά την μωρίαν του κόσμον, ότε ιδού και έτερος άνθρωπος ενώπιόν μου, εις την αυτήν ασχολούμενος εργασίαν.
Αλλ' ο Βινίκιος, μεθ' όσα είχεν ακούσει εις την συνάθροισιν, δεν ετόλμα πλέον τίποτε να ζητήση. Κατεφίλει τους πόδας του Αποστόλου, εστήριξεν επ' αυτών το μέτωπον κλαίων και εζήτει οίκτον διά της σιωπής του. — Ειξεύρω. Απήγαγον την παρθένον, την οποίαν αγαπάς. Δεήθητι δι' αυτήν, είπεν ο Απόστολος.
Έπειτα θάψε το όπως θέλεις.» Ο δε Άρπαγος απεκρίθη· «Ω βασιλεύ, ου μόνον μέχρι τούδε δεν είδες εις εμέ αχαριστίαν τινά, αλλά και εις το μέλλον θα προσέχω να μη πταίσω προς σε. Εάν λοιπόν σοι ήναι ευάρεστον να γίνη ούτω το πράγμα, το καθήκον μου είναι να υπακούσω προθύμως.» Ταύτα ειπών έλαβε το παιδίον κεκοσμημένον διά τον θάνατον, και κλαίων επορεύετο εις την οικίαν του.
Και οι χωρικοί αντί να εξετάσουν κατά βάθος το πράγμα, να λάβουν υπ' όψιν τα συμβάντα τα οποία εγνώριζον έν προς έν, ελάμβανον μόνον το επιτίμιον, την απόφασιν της εκκλησίας, η οποία διετέλει εις παντελή άγνοιαν, και τον αναθεμάτιζον και αυτοί και δεν τον ήθελον πλησίον των! — Καλά, εσκέπτετο καθ' όλον τον δρόμον κλαίων, καλά· έτσι κατάντησα να ξεραίνω και τα δένδρα!. .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν