United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήσαν οι πρώτοι λόγοι του Χριστού, οι αναφερόμενοι υπό του Ευαγγελίου, και ήσαν λόγοι πενθίμως και αλλοκότως προφητικοί ολοκλήρου της ζωής του: «Εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. Εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον».

Κατόπιν εφάνησαν σφυρίζοντες αλλοκότως δύο ή τρεις βοσκοί με τας αγέλας των, τας οποίας ωδήγησαν παρά τον απότομον κρημνόν προς την θάλασσαν.

Γιατί, όπως η τέχνη ενός τόπου, μονάχα όταν έρχεται σε συνάφεια με την Τέχνη ξένων λαών, αποκτά εκείνη την ατομική και ξέχωρη ζωή που τη λέμε εθνισμό, έτσι αλλοκότως αντίστροφα μονάχα εντείνοντας την ατομικότητά του μπορεί κι ο κριτικός να ερμηνεύη την ατομικότητα και το έργο των άλλων κι όσο δυνατά μπαίνει η προσωπικότης αυτή στην εξηγήση, τόσο πραγματικώτερη γίνεται τούτη, τόσο πιο ικανοποιητική, πιο πειστική, πιο αληθινή.

Διήλθεν άνωθεν του χορού, προ των βαθμίδων του βήματος, κ' επλησίασεν εις ένα νέον δημοδιδάσκαλον, όστις εσυνήθιζε να ψάλλη και κατά την κηδείαν αυτήν ίστατο αριστερά βοηθών τους ιερείς, εις τον στίχον «Κύριε, ανάπαυσον την ψυχήν του δούλου σου», τον οποίον επανελάμβανεν εκ περιτροπής ο ψάλτης. Ο Φραγκούλας αλλοκότως εγέλασε, και είπε με φωνήν σχεδόν ακουστήν·

Ο Άγγλος χρονογράφος Holinshed, εξ ου ηρύσθη την υπόθεσιν του δράματος ο Σαικσπείρος, λέγει, ότι «ημέραν τινα καθ' ην ο Μάκβεθ και ο Βάγκος «μετέβαινον εις Φόρες, όπου ο βασιλεύς κατ' εκείνο του χρόνου διέμενεν, «ενώ μόνοι οι δε διέτρεχον προς διασκέδασιν δάση και αγρούς, συνήντησαν «αίφνης τρεις γυναίκας αλλοκότως ενδεδυμένος, και ομοιαζούσας προς «άλλης εποχής όντα

Εκείνη, αν και δεν ήξευρε πού ν' αποδώση την υπερτάτην αυτήν των συζυγικών θωπειών, παρεδόθη όμως εις αυτήν μετ' ίσης ορμής, ευαρέστως εκπληττομένη και εκ πολλών μεν άλλων, αλλά και εξ αυτής της οσμής του στόματος του συζύγου, της αλλοκότως μεθυστικής . . . Και η ευτυχία επανήλθε πλήρης· η πρώτη ευτυχία των πρώτων ημερών.

Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα . . . Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν! . . . Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον . . . Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ' επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου.

Καθ' όλον το μήκος των οχθών της Γεννησαρέτ, Ιουδαίοι και εθνικοί ήσαν αλλοκότως αναμεμιγμένοι, και ο άγριος Άραψ της ερήμου διηγκωνίζετο με τον υπερόπτην Ρωμαίον και με τον πανούργον Έλληνα. Παρήλθον αι ημέραι της ησύχου μονώσεως εις Ναζαρέτ, και βίος εργασίας, περιπλανήσεως, κηρύγματος, ιάσεων και αγαθοεργίας έμελλε τώρα ν' αρχίση.