Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
— Σκάσε, παληόστριγλα, εγόγγυζεν ο γέρων. Χμι.. Γμ!.. — Σι σι σι, σι σι σι! εσύριζεν ο Μάχτος. — Ώμορφα που σφυρίζεις, μικρό μου! έλεγεν η γραία. — Σκασμός, γρηά φούρκα! έκραζεν ο μέγας Γύφτος. Γρου!.... Ο Βούγκος εξηκολούθει το άσμα· Μες την φωτιά, μες την φωτιά Παίζει ο Γύφτος τη ματιά, Τη ματιά, τη ματιά, Τρα λα λα λα τρα λα τα, κτλ. Η γραία ενεθάρρυνεν αυτόν· — Μπράβο, παιδί μου, ώμορφα!
Αι δυνάμεις δε του νέου ενέδιδον εις τούτο, αλλ' όμως δεν ήθελε να τον αφήση. Ότε ανηγέρθη ο Βούγκος, εύρε τους δύο παλαίοντας ακριβώς παρά την θύραν. — Τι είνε, Μάχτο; Τι έχεις, πατέρα; τι επάθετε; Και ερρίφθη να τους χωρίση. Ο Μάχτος δεν ηδύνατο επί πλέον ν' αντιστή. Άλλως δε ορμεμφύτως ενόησεν ότι ο κίνδυνος ήτο αλλαχού του λοιπού, και αφήσας τον πατέρα του, ώρμησε και εξεπήδησε της θύρας.
Ο μεν Βούγκος έτρεχεν όλως αυτοματικώς, όπως υπακούση εις τον πατέρα του, και χωρίς να έχη συναίσθησιν του γεγονότος. Ο δε Πρωτόγυφτος, με την γλώσσαν κρεμαμένην εκτός των οδόντων, έτρεχεν όπως συλλάβη αυτήν και την παραδώση εκεί όπου την επώλησε. Τέλος ο Μάχτος έτρεχεν ίνα την σώση, ή ίνα συναποθάνη μετ' αυτής.
Έκαστος γογγυσμός αυτού απήντα εις έκαστον μορφασμόν, εις εκάστην θωπείαν και φιλοφρόνησιν της γραίας. Οι δυο νέοι γύφτοι εσύριζον, ετραγώδουν αδιαλείπτως, και δεν ωμίλουν ποτέ. Ο είς ήτο 22 ετών, ο έτερος 19. Ο είς ωνομάζετο Βούγκος και ο έτερος Μάχτος. Ούτω τους παρονώμαζεν ο πατήρ· αγνοείται αν είχον και άλλα ονόματα.
Ο νέος τα έχασε και ηγνόει τι ώφειλε να πράξη, Η Αϊμά είχεν ανασηκωθή επί της κλίνης και εθεώρει με μεγάλους οφθαλμούς, βοηθεία του διπλού φέγγους, όπερ εισεχώρει διά της ανοικτής θύρας και διά της επωροφίου ρωγμής, τον Πρωτόγυφτον και τον Μάχτον, χωρίς να εννοή τι συνέβαινεν. Εν τοσούτω δε είχον αφυπνισθή υπό του συμβάντος θορύβου ο Βούγκος και η γραία Γύφτισσα.
— Έφυγες χωρίς να μας πης τίποτε, πατέρα, είπεν ο Βούγκος. — Έπρεπε να πάρω θέλημα από σας; είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Δεν ειξεύραμεν πού ευρίσκεσαι. — Ήτον ανάγκη να ξεύρετε; Εγώ πήγα εις την δουλειά μου. Και ουδείς πλέον ετόλμησε να είπη λέξιν. Η δευτέρα απουσία του Γύφτου διήρκεσεν άλλαις τρεις ημέραις. Και πάλιν ο Μάχτος, παρά πάσας τας υπονοίας του δεν εθάρρησε να είπη τι εις την Αϊμάν.
Εν τούτοις ο Βούγκος εκάλεσεν ιδιαιτέρως τον Λάκωνα και τω είπε· — Θα σ' ερωτήσω ένα πράγμα. — Λέγε. — Ειξεύρεις ότι εγώ είμαι πονηρότερος από όσον φαίνομαι! — Και τι με τούτο; — Πολλαίς φοραίς καταλαβαίνω πολλά, αλλά δεν λέγω τίποτε. — Έτσι έ; — Την άλλην φοράν, όταν είχες λείψει διά μίαν ημέραν από εδώ, το ενθυμείσαι; — Το ενθυμούμαι.
Έτρεξε κατόπιν της Αϊμάς. — Πάμε, Βούγκο! γρήγορα! είπεν ασθμαίνων ο Πρωτόγυφτος. Μας έφυγεν αυτή η δαιμονισμένη. — Πού, πατέρα; Ο Γύφτος, χωρίς ν' απαντήση, έσπευσε να εξέλθη. Ο Βούγκος τον ηκολούθησε μηχανικώς. Ο Μάχτος είχεν οδηγηθή εκ των βλεμμάτων και της στάσεως των ξένων, ων δύο είχον τρέξει κατόπιν της Αϊμάς, οι δε λοιποί έμενον.
— Αποκάτω από το καμίνι... τρεις πιθαμαίς να μετρήσης... δεξιά κοντά εις την αγκωνή... εκεί τα έχω. Πάρε τα κ' έλα να μ' εύρης. Ο Βούγκος εις μάτην έτεινε το ους όπως αντιληφθή την στιγμήν εκείνην, και εις μάτην εβίαζε την μνήμην του τη επαύριον.
— Συ είσαι νιος και βλέπεις. — Ε, πώς νυστάζω. — Α, υπναρά. — Άφσε με να κοιμηθώ. — Νάνι, νάνι, το μικρό. — Ωχού, ουχού! έκαμεν ο Βούγκος χασμώμενος. — Δεν ακούς και τον Μάχτο; — Πού 'νέ τος; — Σηκώθηκε. — Τι κάνει; — Μιλά με τον πατέρα σου. — Ε, άφσε τους να 'μιλούν. — Και συ να κοιμάσαι; Δεν χόρτασες τον ύπνο; Ο Βούγκος δεν απήντησε πλέον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν