United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ολίγον καιρόν εις το Παρίσι, ολίγον εις το Λονδίνον, και έπειτα, καλό μας κατευόδιο! Και εγέλασεν η Μάσιγγα εκ νέου, και έσφιξα την μικράν αυτής χείρα, και άφησα τα δάκρυά μου ελεύθερα, και κατήλθον χωρίς να βλέπω την αποβάθραν, και ερρίφθην εις την περιμένουσαν λέμβον. Το σκότος ήτο πυκνόν, μόνον επί τινας στιγμάς διέκρινα το μαντίλιόν της απαντών προς το ιδικόν μου...

Μάσιγγα, τη είπον τότε ανακύψας, συγχώρησόν με! Είμαι ο μεγαλείτερος βλαξ του κόσμου! Δεν θα δοκιμάσω ποτέ πλέον να κάμω ποιήματα, έστω και εις το πεζόν. Εκείνη ανεγέλασε τότε μετ' ευθυμίας και: — Καλά λοιπόν! είπεν, αφού είναι έτσι, θα σε κάμω εγώ το ποίημα που μ' αρέσει, αλλ’ όχι εις το πεζόν. Άκουσε!

Ουδέποτε ψυχή διά των οφθαλμών εκχεομένη κατώρθωσε να περιβάλη το άωρον και ατελές έτι σώμα της διά τοσαύτης θερμής λάμψεως, ώστε εν ριπή οφθαλμού να εκμηδενίση τας της σαρκός ατελείας, δανείζουσα εις την ύλην τον άχρονον, τον αιώνιον τύπον της ιδίας αυτής τελειότητος. Η Μάσιγγα δεν ήτο πλέον το αγοροειδές κοράσιον της πρώτης εν τω ατμοπλοίω συναντήσεώς μου.

Να, ο Βεζούβιος! — Ανεφώνει εκάστοτε η Μάσιγγα παρ' εμοί, ήτις επισκεφθείσα την χώραν άλλοτε, εφιλοτιμείτο να οδηγή την απειρίαν μου, χαίρουσα προφανώς οσάκις την ηρώτων. Βαθμηδόν προέκυπτεν ενώπιον ημών η μυριοφεγγής Νεάπολις, αμφιθεατρικώς υψουμένη επί της ευρείας προκυμαίας.

Η Μάσιγγα το ήθελε. Το ήξευρεν ότι ήτο κακόν, αλλά το κακόν τούτο, έλεγεν, αναμφιβόλως θα έβγη εις καλόν, αναμφιβόλως θα ωφελήση.

Και λοιπόν, είπον, Μάσιγγα, ο πατήρ σου ταξειδεύει με το ίδιον ατμόπλοιον; Σαν να μου εφάνη, ότι τον είδα επάνω μ' ένα χονδρό σιγάρον εις το στόμα, μ' ένα σκουφάκι στο κεφάλι του. Και θα ήλθες βέβαια να τον αποχαιρετήσης. Oρίστε; — Όχι, είπεν η κόρη, ευτυχώς. Αναχωρώ κ' εγώ μαζί του, και μαζί με την μητέρα μου. Ήλθαν να με πάρουν. — Ω! αυτό είναι απροσδόκητος ευτυχία! είπον εγώ.

Όπου ηλίου ακτίς χρυσή, εκεί άλλ’ άστρα δεν ανατέλλουν· όπου ως ρόδον θάλλεις εσύ, τ' άλλα τ' ανθύλλια δεν με μέλουν. — Ναι, ναι, ναι! ενθυμούμαι! ανέκραξα τότε, προλαμβάνων την εξακολούθησιν νεανικών μου στιχαρίων. Μα είσθε λοιπόν η mademoiselle... — Δεν είμαι η mademoiselle, διέκοψεν η κόρη μετά παιδικής αγανακτήσεως, είμαι η Μάσιγγα! — Αλήθεια, είπον, η Μάσιγγα! Το ζωηρό, το εύμορφο κορίτσι!

Π. ήρχετο και παρήρχετο απ' έμπροσθέν μου, με τας χείρας πάντοτε δεδεμένας όπισθεν, με τους οφθαλμούς πάντοτε προσηλωμένους εις το άκρον του εν τω στόματι σιγάρου του, και με βήμα το οποίον καθίστα αδύνατον την εξακολούθησιν της διακοπείσης συνομιλίας μας. Εν τούτοις δεν παρήλθε πολλή ώρα, και επεφάνη ζωηρά και φιλομειδής η Μάσιγγα τρέχουσα προς εμέ.

Αλλ' η Μάσιγγα, όπως είχεν εξωτερικώς αχώριστον έτι την φύσιν της παιδός και της νεάνιδος, ούτως είχεν εν τω πνεύματί της το απροκάλυπτον και ανυπόκριτον της παιδικής απλότητος συνδυασμένα με την οξύνοιαν και την λεπτήν κρίσιν ωρίμου και δυνατής διανοίας.