United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άρχισε το Μαριώ του Μουσκαδού, κ' η γρηά Αγάλλαινα, κ' η παππαδιά του Μπονάκη η χήρα, η μήτηρ του Ιεροψάλτη, να μας διηγώνται διά στοιχειά. Αλλά διεφώνησεν ο κυρ-Μενέλαος, όστις δεν λείπει απ' όλα τα πανηγύρια, κι' ο Στέργιος της Καλαματίνας, λέγοντες ότι αυτοί δεν πιστεύουν τα στοιχειά. Παντού παρουσιάζονται Ρωμηοί διά συζήτησιν περί του αν υπάρχουν στοιχειά.

Τι στέκεσαι τώρ' αυτού; Τελείωσες; έλα μέσα! — Μη φωνάζης! υπέλαβε σιγά σιγά και πάλιν ο κυρ Δημήτρης, ιστάμενος πάντοτε επί της φλιάς της θύρας. Κοιμήθηκαν τα παιδιά; — Σε καλό σου! κοιμήθηκαν βέβαια. Τι θα πη αυτό; Τι ρωτάς; Τι σου ήλθε; — Μεγάλα πράγματα, Μαριώ μου! απήντησεν εκείνος εισερχόμενος.

Ούτω δε δειλώς ιστιοδρομούσα διά του πελάγους των ονείρων, δεν ήκουσεν η Μαριώ ανοιγομένην και κλειομένην την αυλόθυραν, ούτε την μετ' ολίγον ημιανοιχθείσαν ηρέμα θύραν του οικίσκου, ούτ' εννόησε του κυρ Δημήτρην, όστις προκύψας διά της θύρας την κεφαλήν, ηρώτησε σιγαλή τη φωνή, πριν εισέλθη·Κοιμήθηκαν τα παιδιά; — Ου! μ' ετρόμαξες, καϋμένε! εφώνησεν η ανανήψασα αίφνης σύζυγός του.

Αριστερόθεν εκράτει μανδήλιον, εγκυμονούν τις οίδε τίνα και ποία έκτακτα τραγήματα, και επί του μανδηλίου έσφιγγε διά του αντίχειρος χάρτινον πρόστυχον προσωπείον είκοσι λεπτών. — Έλα, Μαριώ, να ζης! ξεφόρτωσέ με! εφώνησεν εισερχόμενος. Αλλά πού να προφθάση η Μαριώ!

Και εσκέπτετο ο Δημήτρης, και εσκέπτετο η Μαριώ, και εστρέφοντο με κλειστούς οφθαλμούς επί της κλίνης των, προσποιούμενος έκαστος ότι εκοιμάτο, ίνα μη αφυπνίση τον άλλον, ον υπέθετε κοιμώμενον. Τέλος εβαρύνθη ο ανήρ να κρατή κλειστά τα όμματά του. Τα ήνοιξε, και είδεν άγρυπνον παρ' αυτώ την γυναίκα του. — Δεν κοιμάσαι και συ Μαριώ; είπε.

Και το ανδρόγυνον κατεκλίθη· αλλά δεν απεκοιμήθη αμέσως, όπως άλλοτε, ότε ο ύπνος ήρχετο ταχύς αναπαύων τα εκ της εργασίας καταπεπονημένα των μέλη, και ναρκών ευκόλως την αργήν αυτών διάνοιαν. Είχον τόσα πράγματα να σκεφθούν απόψε, η Μαριώ και ο Δημήτρης!

Η Μαριώ του Καπετάν Τραχήλη την αρραβώνιασε με τον γιο της τον προστάτη σου. Έπειτα μάθε και τη δική μου συμβουλή. Μην απλώνεις το χέρι σου εκεί που δεν φτάνεις. Τι έχεις να κάμης εσύ με το κορίτσι του καπετάν Πανώργιου; Εκείνο είνε καραβοκυροπούλα και δεν μπορεί παρά να πάρη καραβοκύρη». — Τ' ακούς! μου λέγει· δεν είνε ψέμα ε; — Όχι βέβαια· δεν είνε ψέμα, του απάντησα ήσυχος.

Μπήκα το λοιπόν, και από κάμαρα σε κάμαρα, μπρος ο δούλος πίσω εγώ, βρέθηκα μπροστάτον κυρ Αγησίλαο. Τι σπίτι, καϋμένη Μαριώ! Καλά που έβαλα τα καινούργια μου παπούτσια. — Ουφ, καϋμένε . . . λέγε τι σου είπε, και άφησε της φλυαρίαις. — Τι μου είπε; και θυμάμαι θαρρείς; Τι κάνουμε, πώς περνούμε, πόσα παιδιά έχομε . . . αν είμαστε στενοχωρημένοι, χίλια δυο.

Κάθισε· κάθισε να σ' τα πω! Και καθίσας πρώτος εκείνος ήρχισε προσπαθών να διηγηθή τα γενόμενα και ν' απαρτίση εις έν όλον τα πράγματα, τας εντυπώσεις αυτού και τα αισθήματά του. — Μπήκα, που λες, Μαριώ μου, κ' ένας υπηρέτης, — ντρεπόμουνα που τον κύτταζα, τόσο ωραία ρούχα φορούσε . . . — Τι τα θέλεις τώρ' αυτά, διέκοψεν ανυπομονούσα η κυρά Δημήτραινα. Λέγε, τι έγεινε! — Στάσου δα, μη βιάζεσαι.

Δεν είξευρα τι να πω, . . τι να κάμω. — Χάρισμά μου; λέω, αφέντη, μα πώς . . . — Δεν έχει πώς, λέει· θα τα πάρης! Μου κάνεις χάρη, . . . . Και μου σφίγγει το χέρι. Μου σφίγγει το χέρι, Μαριώ, κατάλαβες; Τι να κάμω το λοιπόν; τα πήρα. Κακά έκαμα; έπρεπε να μη τα πάρω; Η πτωχή Μαριώ δεν ηδύνατο να απαντήση. Έκλαιε.