United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν διέλθης από την καλύβην ενός σοφού, και από το μέγαρον ενός ηλιθίου, και ίδης γίγαντας να εισέρχωνται εις την καλύβην και νάννους εις το μέγαρον, δύνασαι να κραυγάσης, ως ο Αρχιμήδης: — Εύρον! εύρον! Και αν οι διαβάται σ' ερωτήσωσι τι εύρες, δείξε και απάντησε: — Το μέγιστον εν τω ελαχίστω, και το ελάχιστον εν τω μεγίστω.

Όσοι είχον πριν το ευτύχημα να μεταβαίνωσι το εσπέρας από του αγρού ή του εργοστασίου εις το δείπνον και την κλίνην των, καθ' ον τρόπον ο βους από του αρότρου εις την φάτνην, ως εκείνος κοπιώντες βαρέως, τρώγοντες απλήστως και κοιμώμενοι άνευ ονείρων, θα ηυκαίρουν τότε να ερωτήσωσι πώς έτυχε να ευρεθώσιν επί του κόσμου τούτου, τις του βίου ο σκοπός και τι πέραν του τάφου υπάρχει; Εις τας ερωτήσεις ταύτας μόνη η θρησκεία δύναται να απαντήση δι' υποσχέσεως μακαριότητος ατελευτήτου, αλλ' η αδυσώπητος και παντοκράτειρα τότε επιστήμη ουδέν άλλο θα έχη ν' αποκριθή παρά μόνον ότι δεν ηξεύρει απολύτως τίποτε περί τούτων, προσθέτουσα μάλιστα μετά τινος ειρωνικής αυταρεσκείας, ότι τα ερωτήματα ταύτα δεν είνε επιστημονικά ουδέ καν λογικά, αλλ' αποτελέσματα της στρεβλώσεως της ανθρωπίνης διανοίας υπό του χριστιανισμού.

Δι' ημάς τους παιδιόθεν αναγνόντας την παραβολήν παραλλήλως με αυτήν του Χριστού την ερμηνείαν, η έννοια είνε σαφεστάτη και εναργεστάτη. Αλλά δεν ήτο τόσον εύκολος δι' εκείνους οίτινες την ήκουσαν. Αυτοί οι μαθηταί επεφυλάχθησαν να ερωτήσωσι τον Ιησούν κατ' ιδίαν περί της εννοίας της.

Δεν είχεν άρα μητέρα ο Αλέξανδρος; ήτο αίνιγμα τούτο δι' ημάς, όπως αίνιγμα ήτο και ο πατήρ του. Των πλείστων εξ ημών οι πατέρες ήσαν γνωστοί εις την τάξιν. Ήρχοντο τρις και τετράκις του έτους εις το σχολείον, διά να ερωτήσωσι τους διδασκάλους περί των προόδων και της επιμελείας μας· του Αλεξάνδρου όμως ο πατήρ ουδέ εις τας εξετάσεις του παρευρέθη ποτέ.

Ο Κύρος τον ήκουσε και διέταξε τους διερμηνείς του να τον ερωτήσωσι ποίον επεκαλείτο· πλησιάσαντες ούτοι τον ηρώτησαν, αλλά παρήλθεν αρκετή ώρα πριν αποκριθή.

Η δε Πυθία τοις είπεν ότι θα νικήσωσιν όταν φέρωσιν εις τον τόπον των τα οστά του Ορέστου, υιού του Αγαμέμνονος. Επειδή δε δεν ήξευρον πού να εύρωσι τον τάφον του Ορέστου, έπεμψαν πάλιν να ερωτήσωσι τον θεόν εις ποίον μέρος έκειτο ο ήρως. Εις την ερώτησιν ταύτην η Πυρία απεκρίθη τα εξής· «Υπάρχει εις την Αρκαδίαν Τεγέα τις, έν τινι πεδιάδι. Εκεί πνέουσι δύο άνεμοι προερχόμενοι υπό ισχυράς ανάγκης.

Έπεμψαν λοιπόν οι Κυμαίοι εις τους Βραγχίδας διά να ερωτήσωσι τι έπρεπε να πράξωσι περί του Πακτύου όπως ευαρεστήσωσι τους θεούς. Το δε μαντείον απεκρίθη ότι έπρεπε να τον παραδώσωσιν εις τους Πέρσας.

Έμαθον όμως τας ακολούθους λεπτομερείας παρά Κυρηναίων τινών οίτινες με είπον ότι μεταβάντες διά να ερωτήσωσι το μαντείον του Άμμωνος και συνομιλήσαντες μετά του Ετεάρχου βασιλέως των Αμμωνίων ανέφερον προς τοις άλλοις και περί του Νείλου και είπον ότι κανείς δεν εγνώριζε τας πηγάς του.

Κατά τας προηγουμένας λοιπόν μάχας, πάντοτε επολέμουν κατά των Τεγεατών ανεπιτυχώς· αλλά κατά την εποχήν του Κροίσου, επί της βασιλείας του Αναξανδρίδου και του Αρίστωνος εις την Σπάρτην, ενίκησαν τέλος πάντων οι Σπαρτιάται, και ιδού πώς. Ιδόντες ότι πάντοτε ενικώντο, έπεμψαν να ερωτήσωσι το μαντείον των Δελφών ποίαν θεότητα έπρεπε να εξιλεώσωσι διά να φανώσι νικηταί.

Οι Κυμαίοι, ακούσαντες την απόκρισιν ταύτην, ωρμήθησαν να υπακούσωσι, τουλάχιστον τοιαύτη ήτο η γνώμη των περισσοτέρων· αλλ' ο Αριστόδικος του Ηρακλείδου, πολίτης έγκριτος, αντέστη, δυσπιστών προς τον χρησμόν, ή νομίζων ότι εκείνοι οίτινες ηρώτησαν το μαντείον δεν είπον την αλήθειαν. Έπεμψαν λοιπόν άλλους απεσταλμένους διά να ερωτήσωσι τον θεόν, μεταξύ δε αυτών ήτο και ο Αριστόδικος.