Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Έτρεξεν η Φωτεινή και έφερε την στάμναν γεμάτην έως εις την θύραν αλλ' η γρηά δεν εφάνη με τούτο ευχαριστημένη. — Έμβα και μέσα, της λέγει· κύτταξε πώς είνε άνω κάτω η καλύβα μου!
Όλα αυτά η Κουκκίτσα τα είχε φυτεύσει. Αυτή τα επότιζεν, αυτή τα ανέτρεφε. Τα νερό το έφερνε μακράν, από κάτω, από το πηγαδάκι της Φτελιάς, γεμίζουσα μίαν μικρήν στάμναν, την ώραν οπού ήθελε διέλθει από κει διά να αναβή τον ανήφορον. Η πορτίτσα ήτον χαμηλή, να σκύψης και να έμβης. Τα θυρόφυλλα τεφρά και από της βροχαίς και από τους ήλιους σχισμένα ως διά μαχαιριού.
Η Μαρία, όπως αι άλλαι γυναίκες της τάξεως της, ύφαινε και εμαγείρευε και μετέβαινε προς αγοράν καρπών και κάθε εσπέραν επεσκέπτετο την πηγήν, εις την οποίαν εδόθη και το όνομα «Η πηγή της Παρθένου», με την στάμναν της επί του ώμου ή επί της κεφαλής.
Πολλά μεν σκοτεινά· Φέγγει επ' ολίγα τ' άστρον Το της αθανασίας· Την εκλογήν ελεύθερον Δίδει το θείον. Έλληνες, της πατρίδος Και των προγόνων άξιοι· Έλληνες σεις, πώς ήθελεν Από σας προκριθείν Άδοξος τάφος; Ο Γέρων φθονερός, Και των έργων εχθρός, Και πάσης μνήμης, έρχεται· Περιτρέχει την θάλασσαν Και την γην όλην. Από την στάμναν χύνει Τα ρεύματα της λήθης, Και τα πάντα αφανίζει.
Δεν ήρκεσε τούτο, αλλά παραγγελθείσα υπό της κυρίας της να αντλήση ύδωρ εκ του φρέατος, εγέμισε μεν την στάμναν, αλλά δεν εφρόντισε να κλείση το στόμιον του φρέατος, όπως το εύρε κεκλεισμένον, το άφησε δε ανοικτόν. Απροσεξία, εις ην ουδέποτε θα υπέπιπτεν η γραία Σοφούλα ή άλλη φρόνιμος γυνή.
— Γυφτοπούλα, είπεν, είνε αληθές ότι κάμνεις τον έρωτα με τον αδελφόν σου; Η Αϊμά δεν ησθάνθη πλειοτέραν αγανάκτησιν προς το άκουσμα της διαβολής ταύτης. Έλεγε καθ' εαυτήν ότι είνε ψεύδος, και δεν την έμελεν. Ουδ' ενόει ευκρινώς ποίαν έννοιαν είχον οι λόγοι ούτοι, και αν είχον δ' έννοιάν τινα, πάλιν ώφειλε να είνε ψευδής αύτη. Είχε φορτωθή την στάμναν και απεμακρύνθη.
Εγώ δε την επιούσαν, ενώ εκείνος ευρίσκετο εις την αγοράν διά ν' αγοράση κάτι τι, επήρα το γουδοκόπανον και το ένδυσα και αφού είπα τας τρεις συλλαβάς, το διέταξα να φέρη νερόν. Αφού δ' εγέμισε μίαν στάμναν και την έφερε, του είπα• Παύσε να κουβαλής νερόν και γίνου πάλιν γουδόχερον αυτό όμως δεν μου υπήκουσε, αλλ' εξηκολούθει να κουβαλή νερόν, έως ου έκαμε το σπίτι λίμνην.
Μερικά στέμφυλα απ' εδώ, κάμποσα βότσια αραβόσιτον απ' εκεί, όλα τα εχρησιμοποίει. Είτα κατά Οκτώβριον, άμα ήνοιγον τα ελαιοτριβεία, έπαιρνεν ένα είδος πήχυν, ένα πενηντάρι εκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ' εγύριζεν εις τα ποτόκια, όπου κατεστάλαζον αι υποστάθμαι του ελαίου, κ' εμάζωνε την μούργαν. Διά της μεθόδου ταύτης ωκονόμει όλον το ενιαύσιον έλαιον του λυχναρίου της.
Ο παις επέταξε την κάπαν του, ενίφθη με την στάμναν, εσφογγίσθη με τα μανίκια του υποκαμίσου του, ήρπασε την καρδάραν και έφυγε τρέχων.
Η γειτόνισσα εκάγχαζε, προφανώς χωρίς νακούση κανέν αστείον. Και ούτως αι εύθυμοι εκείναι νέαι εύρισκον εύκολον διασκέδασιν. Η Αϊμά ετρέπετο εις φυγήν, οσάκις έβλεπεν όμιλον δύο ή τριών γυναικών επί το αυτό. Ημέραν τινά εις το φρέαρ προτού να γεμίση ακόμη την στάμναν της, έφθασαν τέσσαρες νεαραί γυναίκες όπως αντλήσωσι. Και τότε εύρον πρόχειρον θύμα. — Α! η γυφτοπούλα! Εδώ είσαι;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν