Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Ακρογιαλιές πανέμορφες, νησιά χαριτωμένα, Κι’ απάνω στον νερόκαμπο να ουριοταξειδεύουν Κάθε λογής πλεούμενα, κάθε λογής καράβια.... Άλλα να τρέχουν με φωτιά, κι’ άλλα με τον αγέρα, Να ξαπετούν απάνω τους οι πεινασμένοι γλάροι Και δίπλα στες ακρογιαλιές τα κύματα να σπάζουν Από την ακροθαλασσιά, κι’ ως μες στα ριζοβούνια Κένταγε κάμπο διάπλατο, λουλουδιασμένον κάμπο, Μ’ αμέτρητα άνθια κι’ εύοσμα, μ’ αρίφνητα λουλούδια Που πιάνονταν τα χρώματα και γένονταν κομμάτια Το άσπρο με το πράσινο, το κίτρινο με τ’ άσπρο, Το θαλασσί με το σταχτί, το κόκκινο με όλα Κι’ οι παπαρούνες, χαρωπές, στα κόκκινα ντυμένες, Απλόνονταν περίφανες στ’ απέραντα λειβάδια, Σα να είτανε βασίλισσες του μυρωμένου κάμπου.
Καλέ τι σας ήρθε; όλο τον κάμπο πήγατε να σηκώσετε! Νά, τόσα σώνουνε: λίγα κίτρινα κι απ’ αυτά εδώ τα κόκκινα, ναίσκε αυτά θα της αρέσουν της Κυρία-Ουρανίας, και μερικά από τάσπρα- πού να τα σέρνω!. . . Μάννα μου! τι όμορφα ετούτα τα μικρούλια, τα γαλανούλικα !. . . Έ ! σώνουν πια Αυτές εδώ είναι ανεμώνες-είπε σιγαλά η Λιόλια. . κ' είναι βγαλμένες με το χώμα.
Ήτο κάθιδρως από την κουραστικήν κατάβασιν και κατακόκκινος — σφυρίξας, πρωί-πρωί και δύο-τρία ρούμια — με χιονισμένα τα κόκκινα γένεια του, ως να εκυλίσθη καθ' οδόν εις το χιόνι. Από του Κάστρου μέχρι της ακτής δεν είνε πολύ το διάστημα. Μία κατωφέρεια ξηρά και βραχώδης είνε μόνον, ήτις δεν είχε πιάσει και πολύ χιόνι.
Και τα πήρε ένα παράπονο, γιατί τώρα μετανοούσαν που το μαρτύρησαν στον βασιλιά. Τότε το κυπαρρίσι ρώτησε ένα συννεφάκι κόκκινο που περνούσε δίπλα του: — Μην είδες το βασιλόπουλο; Και το συννεφάκι του αποκρίθηκε: — Το είδα που περνούσε ένα άγριο ποτάμι. Και τα νερά του ποταμιύυ γινήκανε πιο κόκκινα από μένα. Και σαν επέρασε το ποτάμι, πήρε πάλι τα βράχια και τα γκρεμνά.
Τέλια και κόντρα τέλια το στόλιζαν, κόκκινη φουντίτσα μεταξωτή κρέμουνταν στην άκρη του, μια ζουγραφιά παχουλής γυναίκας με κόκκινα μάγουλα και πεταχτά στήθη απ' εκείνες που ξεκολλούν από τις στάμπες οι έμποροι, είταν κολλημένη από κάτω από τα τέλια κοντά στη μικρούλα τρύπα του κεφαλιού.
Ήταν ένα πολύ ωραίο παλληκάρι, με γεμάτο πρόσωπο, πολύ λευκό, πλούσιο σε χρώματα, με τα φρύδια καμαρωτά, το μάτι ζωηρό, το αυτί ρόδινο, τα χείλη κόκκινα, το ύφος περήφανο, αλλά μια περηφάνεια ούτε ισπανική ούτε ιησουιτική. Ξαναδώσανε τα όπλα στον Αγαθούλη και στον Κακαμπό πού τους τάχανε πάρει, καθώς και τα δυό ανδαλούσια άλογα.
Και οι κοιλαράδες μπακάληδες, ξαπλωμένοι με την άσπρη ποδιά τους κ' οι τσαρουχάδες μέσα από τα κρεμασμένα σαν κομβολόγι κόκκινα τσαρούχια των μαγαζιών τους, κι ένας καθαρώτατος κουρεύς που παίζει σκάκι μ' έναν Άδωνιν δημοδιδάσκαλον, κι οι φοιτηταί, μια εξαμηνία αξυράφιστοι, που παίζουν στον ήλιο το κ ι ά μ ο τους κι ακούς άξαφνα κάτι αγριοφωνές!
Ο σκύλος χαίρεται το φως μέσα στη γούνα του, και το μαλλί του γυαλίζει σαν μετάξι. Απ' τη μεγάλη πόρτα του μεγάρου βγήκε μια παχουλή υπηρέτρια, με κόκκινα δροσερά μάγουλα. Έδωκε με καλωσύνη μια φέτα ψωμί κ' ένα κομμάτι κρέας στο ζητιάνο και πέταξε με περιφρόνησι ένα κόκκαλο στο σκύλο. Ο άνθρωπος πήρε το κομμάτι το κρέας, με ντροπή, κι αναστέναξε, σαν να τούδιναν φαρμάκι.
Και πάλε μ' ένα της χτύπο η καρδιά του τού γέννησε μια και μονάχη όρεξη, να χυμίξη ατός του, κι από το καρύδι δράχνοντάς την τη νύφη του τη Μιχάλαινα, να την πνίξη σαν όρνιθα, να γλυτώσουν από την ατιμία κι ο αδερφός του κι αυτός. Την αχάριστη τη σκύλα, τη δίγνωμη, τη διπρόσωπη, την κοκκινομαλλού. Ως και τα μαλλιά της από ξανθουλά τάβλεπε τώρα κόκκινα ο Δημήτρης.
Έσπαιρνε τα ωραία εκείνα πλατοκούκκια «που κανείς δεν τα είχε». Και «τόσο τα εσήκονεν ο τόπος!» Εφύτευσαν και αι θυγατέρες της εις μίαν άκραν διάφορα άνθη, απομιμούμεναι της μητρός τας έξεις, κιτρινωπά μαντζαράκια με τα βελούδινα άνθη των, και κρίνα λευκά και κόκκινα, και δύο τριανταφυλλέας όπου εύρισκον την χαράν των τα παιδία τώρα την άνοιξιν, οσάκις δεν ευρίσκετο εκεί η γραία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν