United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ, είταν αργά πια τότες, η αρβανιτιά το είχε τριγυρισμένο το σπήλιο και το μπομπάρδιζε. Κ' ένας μονάχος, που γλύτωσε από το μαρτύριο που ακολούθησε κατόπι και γύρισε στο ρημαγμένο το χωριό, την αντάμωσε κρυφά τη σκλαβωμένη τη Μαριγή και της τα είπε τα στερνά τα λόγια του Μανουσάκη.

Το Θεό σου βάζω εγγυτή και τους Αγιούς μαρτύρους, πως αν τύχη κ' έρθη πίκρα για χαρά, αν τύχη κ' έρθη αρρώστια, ο χάρος να τόχη τριγυρισμένο το σπιτικό μας, στα δόντια του μέσα να σπαρταρούμε, στη μαύρη τη γης να μας κρυοσέρνη, τα σπλάχνα της να μας μαυροτρώνε, πάλι θα κάμω ζωή και φτερά και θα σου τηνε φέρω την Αρετούλα. Δέσπω.

Κάηκε κι αυτό, και δυο φορές μάλιστα· μια στον καιρό του Αρκαδίου απάνω στον καταδιωγμό του Χρυσοστόμου· έπειτα πάλι στου Νίκα τη Στάση. Από το Σενάτο ξεκινούσε η μαρμάρινη η στοά και πήγαινε ως το τρίτο χτίριο, το Πατριαρχείο. Αυτό πρέπει νάβλεπε κατά την πίσω μεριά, προς το «Μίλιον». Έξοχο χτίριο κι' αυτό, με καταστόλιστα τρίκλινα και τριγυρισμένο περιβόλια.

Κι' ήβρανε το σύντροφο από Τρώες τριγυρισμένο, θάλεγες τσακάλια αιματοφάγα γύρω σε διπλοκέρατη λαφίνα λαβωμένη, 475 π' απάς στα όρη κυνηγό ξεφέβγει πιλαλώντας όσο το αίμα 'ναι ζεστό και την ακούει το γόνα· όμως στερνά όταν η πικρή σαΐτα τη δαμάσει, την τρων μέσα σ' ολόσκιωτο ρουμάνι τα τσακάλια, στ' όρος απάνου· μα άξαφνα λιοντάρι αν φέρει η τύχη 480 νυχάτο, θαν τη χάψει αφτό και τα τσακάλια φέβγουν· τότε έτσι τον ατρόμητο στη μέση τους Δυσσέα Τρώες πολλοί και δυνατοί βαρούσαν, και με τ' όπλο αφτός ορμώντας πάσκιζε να σώσει το πετσί του.

Έτσι είπε, και προς το καστρί περήφανα γυρίζει πιλάλα, λες σαν άλογο μ' αμάξι αγωνοδρόμο που χλωροκάμπια ανάλαφρο με δρασκελιές διαβαίνει· έτσι έπαιζε κι' αφτός γοργά τα γόνατα και πόδια. Πρώτος ο γέρο-Πρίαμος τον είδε που στον κάμπο 25 δρόμιζε κάτου, αστράφτοντας σαν άστρο που προβάλλει τον τρυγητή, κι' από πολλά τριγυρισμένο αστέρια χύνει το φως του αλάθεφτα μες στης νυχτός την πίσσα.

Ποιος σας έδωσε τόση κωλωσύνη; Πώς μπορώ να σας το ανταποδώσω; Η αγαθή γριά δεν απαντούσε τίποτε. Το βράδυ ξανάρθε χωρίς να του φέρη να δειπνήση. — Ελάτε μαζί μου, του λέγει και μη βγάζετε τσιμουδιά. Τον παίρνει από το μπράτσο και βαδίζει μαζί του στην εξοχή ως ένα τέταρτο της λεύγας. Φτάνουν σ' ένα σπίτι μοναχικό τριγυρισμένο από κήπους και κανάλια. Η γριά χτυπά μια μικρή θύρα. Ανοίγουν.

Απόθεσαν το βασιλικό λείψανο σε θήκη μαλαματένια στολισμένη με την πορφύρα και με την κορώνα, και το μεταφέρανε στην Πρωτεύουσα. Εκεί στο μεγαλόπρεπο μέσα Παλάτι, καταμεσή στο μεγάλο το Τρίκλινο, απάνω σ' αψηλό Επιτάφιο, τριγυρισμένο μ' αμέτρητους φανούς και λαμπάδες, κοίτουνταν το λείψανο του πρώτου Χριστιανού Βασιλέα.

Αντίς όμως να πηγαίνη ως τέλος από το συνηθισμένο το μονοπάτι ο Δημήτρης, εκεί που γύριζε κάπως το βουνό και στράβωνε ο δρόμος, αρχίζει και σκαρφαλώνει τα καταράχια δεξιά. — Ώρα καλή, φωνάζει ο Μιχάλης. Πού θα πας απ' αυτού; — Έλα μαζί μου και βλέπεις. Από τα χτες το ξετρύπωσα το κατατόπι αυτό. Σκάλωσαν κάμποσο. Άξαφνα βρεθήκανε σε μικρό δισκάρι, τριγυρισμένο βράχους κι αυτό.