United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εγώ πεισμώνοντάς τηνε δεν την κυττάζω διόλου, και λέω πως άλλην αγαπώ, κ' εκείνη που τακούει, απ' την πολλή τη ζήλεια της μαραίνεται και λειώνει κι ορμώντας απ' τη θάλασσα τρελλή και μανιωμένη μ' αναζητά μέσ' στις σπηληές και σ' όλα τα κοπάδια. Σφυρίζω και στη σκύλλα μου να την γαυγύζη πάντα· γιατί σαν ήμουν μια φορά γι' αυτήν ξετρελλαμένος χαϊδολογώταν κρύβοντας τη μούρη της στα σκέλια.

Ξαφνικό χαλάζι πυκνό και κατάχοντρο παράδερνε τα χτήματα, τσάκιζε τις ελιές και τα δέντρα, παράσυρνε τη σταφίδα απ' τ' αλώνια στα χαντάκια, κάτω στο ποτάμι, πέρα στη θολή και μανιωμένη θάλασσα. Αντάρα πυκνή, θολό χάος σκέπαζε και γις και ουρανό. Η δυστυχία άπλωσε το βαρύ χέρι της και τσάκισε, και συνέτριψε και κόπους κι αγώνας, και όνειρα κι ελπίδες.

Τυφλή και μανιωμένη Τον εκοιλούσε η Λιαπουριά. — Κεχρί παραδομένοτα δόντια του νερόμυλου, τριμμόψυχα ριμμένη Μεςτο λαρύγκι ενός θεριού, προσάναμμα, αποκλάδι, Χλωροκομμένο φρύγανο, που τώβοσκεν η φλόγα, Ολόγυρά του εκύτταζε, σαν νάθελεν ακόμα Να καταπιή με μια ματιά, να κρύψητην ψυχή του Την έρμη την πατρίδα του κ' εκείτον άλλον κόσμο Να τήνε πάρη συντροφιά. — Επέρασε απ' το νου του Φτωχή, κακογεράματη κ’ η δύστυχή του η μάνα Μην έρθη ώρα για ψωμί το χέρι της ν' απλώση, Και μην πεθάνη νηστική.