United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μον έλα σκόλνα τα παιδιά, και πες τους να τσιμπήσουν 171 κάτι να φαν, κι' ο βασιλιάς τα δώρα ο Αγαμέμνος στη συντυχιά ας τα φέρει εδώ, για ναν τα δουν εδώ όλοι και μέσα σου θαραπαεί λίγο η ψυχή κι' εσένα.

Κι' εμένα εδώ η καρδιά μου βογγάει στα στήθια, άμα αγρικώ και σ' αναθεματάνε οι Τρώες που τραβούν πολλά μαρτύρια για τα σένα. 525 Μον πάμε τώρα, κι' όλα αφτά τα σάχνουμε κατόπι, αν δώσει ο Δίας λεφτεριάς ποτήρι καμιά μέρα να πιούμε στους παντοτινούς θεούς των ουρανώνε, σα διώξουμε τους Αχαιούς αλάργα απ' την πατρίδα

Ίσια τούρθε του κακό. Το 'χασε όλου του κουπάδ' απ' αβλουγιά. Ιγώ πουτέσιμ δε ζήλεψα τρανά σπίτια κι μεγαλουσύνες. Δε λέου πως δεν τα θέλου τάχα μ', μόν' δεν τα θέλου με τν αδικιά κι με τ' ψευτιά. Αν είνε για να τ' απουχτήσου, να τ' απουχτήσου με τουν ίδρουτά μ' κι με τν ισιάδα.

Θάγλεπες τότε συφορά, δουλιές που θ' απορούσες, 310 και φέβγοντας οι Δαναοί θα τρύπωναν στα πλοία, μόνε ο Δυσσέας φώναξε του θαρρετού Διομήδη «Διομήδη, πες τι πάθαμε κι' οκνούμε σαν κιοτήδες; Μον έλα, αδρέφι, στάσου εδώ κοντά μου. Ω τι ντροπής μας στον κόσμο, αν τώρα ο Έχτορας μας πάρει τα καράβια315

Έτσι όχι! απ' τα σκυλιά άθρωπος την κάρα δε σ' τη σώζει, μηδέ κι' αν δέκα θησαβρούς κι' αν είκοσι μου φέρει κι' εδώ μετρήσει, και πολλά κατόπι κι' άλλα αν τάξει· 350 μήτε κι' ακόμα ο Πρίαμος με μάλαμα αν σε ζιάσει, ναι κι' έτσι νεκροστόλιστο δε θα σε κλάψει η μάννα στο στρώμα απάνου εσένανε, των σπλάχνων της το θρέμμα, Μον όρνια κάθε σου μπουκιά και μούργοι θα μοιράσουν

Μον τράβα τα εσύ τα φαριά και τ' όμορφό σου αμάξι, κι' αφτόνε εγώ τον καρτεράω με τ' όπλο ... κι' ας ορίσει

Μον σύρε εσύ στην εκκλησά της Αθηνάς στο κάστρο, και πάρε με θυμιάματα τις προεστές μαζί σου, 270 κι' όπιο έχεις πέπλο πιο όμορφο κι' απ' όλα πιο μεγάλο και που στον πύργο πιο πολύ το λαχταρά η καρδιά σου, βάλ' της το αφτό στα γόνατα της Αθηνάς, και τάξε, μαννούλα, πως ως δώδεκα γελάδες θαν της σφάξεις χρονιάρικες απείραγες στην εκκλησά της μέσα, 275 αν την πατρίδα σπλαχνιστεί τα τέρια τα παιδιά μας, μήπως αλάργα απ' το καστρί βαστάξει το Διομήδη, άγριο στρατιώτη, της σφαγής ατρόμητο τεχνίτη.

Καθώς εσύ να λείψης, δεν έχω πλιο καρδιά· Κι' αν η καρδιά μου μένη, δεν έχω τα κλειδιά. Εσύ είσαι της ζωής μου το τέλος κι' η αρχή. Γιατί είσαι της καρδιάς μου το αίμα κι' η ψυχή. Και ζιώ στον κόσμο μόνον εσένα ν' αγαπώ, Μον' πόσο! δεν είν' τρόπος ποτέ να το ειπώ.

Κι' ως μέσα την ασπίδα ο μυλοπέτρας λίθαρος του σπάει, και του κλονίζει 270 τα γόνατα· κι' ανάσκελα ξαπλώθη, κουτουλώντας με την ασπίδα. Όμως εφτύς τον σήκωσε ο Απόλλος. Και τότες πια θα ζύγωναν να σπαθολιανιστούνε, μον να! διο κράχτεςτων θεών κι' αντρών μαντατοφόροιήρθαν, των Τρώων ένας τους, των Αχαιών ο άλλος, 275 κι' οι διο τους γνωστικοί, ο Νιδιός κι' ο θεϊκός Ταρθύβης.

Τότε απαντάει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, μη δα θαρρείς του Έχτορα ο βαθυγνώστης Δίας θα κάνει του κάθε σκοπό που ίσως ολπίζει τώρα, 105 Μον φίδι και χειρότερο ίσως τον φάει, αν βγάλει απ' την καρδιά τ' ανήμερο το πείσμα ο Αχιλέας.