United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όποιον τούτος να σηκόση, Πλιό ο χάρος να σκοτόση, Νους να μη το φανταστή Μον η άκρα του σοφία, Κάθαρσι, φλεβοτομία· Έχει για άμαρτα κοινά. Και μ' αυτά πρωταρχινάει, Κάθε πάθος κυνηγάει Σταθερός παντοτινά. Του Ματζούκα μας την πράξι Πιος ειν' άξιος να ξετάξη, Ή την άλλη προκοπή!

Κι' οι Δαναοί στον Έχτορα μπροστά και στο Σκοτώστη μήτε τις πλάτες γύριζαν κατά τα μάβρα πλοία 700 μήτε αντιπολεμούσανε ποτές, μον πάντα πίσω κώλωναν μόλις ένιωσαν τον Άρη με τους Τρώες.

Και τότε εκεί ίσως χάνουνταν ο θνητοφάγος Άρης, Μον στον Ερμή το πρόφτασε η γλυκομάτα Ερίβια, η μητρυιά τους, κι' ο Έρμης τον κλέβει από κει μέσα 390 σ' άσκημα χάλια, κι' η σκληρή τον έτρωγε τριχιά του. Έπαθε η Ήρα τον καιρό που στο δεξύ βυζί της ο θεριομάχος Ηρακλής με τρίγλωσση σαΐτα την κάρφωσε, που πήγε πια ναν την τρελάνει ο πόνος.

Μον ίσα τώρα απάνου του τραβάμετα κοντάρια μη λυπηθείςκι' ας δούμε δα, :θα σφάξει εδώ τους διο μας και ματωμένα λάφυρα θα πάει στα τρεχαντήρια, 245 ή και θα πέσει πρώτα αφτός απ' το βαρύ σου τ' όπλοΈτσι είπε, και με πονηριά τραβάει ομπρός η πρώτη.

Δεν ψάλλω εδώ της Αθηνάς τα έργα και τη δόξα, 35 Ή του πανούργου Έρωτα τα φλογισμένα τόξα. Μον τραγουδώ τον άπονο τον ταραχώδην Άρη, Που στα νεκρά κορμιά πατάει με πρόθυμο ποδάρι· Της μάχαις πάντα ορέγεται, τον κόσμο ανακατόνει, Για να πληθαίνει ο πόλεμος, για ν' αβγατάν οι φόνοι. 40 Και μ' απερίγραφτη ασπλαχνιά και μ' άγρια σκληροσύνη Των ζωντανών τα αίματα ωσάν ποτάμι χύνει.

Πως μια φορά κ' έναν καιρό, μια μόν' ήταν η ρίζα Και χίλια τ' αντιρίμματα... 'Στα στήθια του αναβράζουν Σατο κυβέρτι η μέλισσαις πριν ο γονός κινήση, Αμέτρητα φαντάσματα, και πότε ο λογισμός του, Ανήμερο αγριοπούλαρο, πετιέται, λειβαδεύει Και βόσκει μεςτα ονείρατα, πότε του παραστένει Την άβυσσο, που ερούφηξε το βράχο πούχε χτίση Με στοιχειωμένα ριζιμιάτα Γιάννινα ο Βηζύρης, Και τότ' ενύχτονε η χαρά με μιαςτο μέτωπό του Επίκραιναν τα χείλη του, κι' ανατριχύλαις κρύαις Του ράγιζαν τα κόκκαλα και τώκοβαν το αίμα.

Λοιπόν σα ζύγωσαν οι διο, να χτυπηθούν ζητώντας, τ' Ατρέα ο γιος δεν πέτυχε, τι στραβοπήγε τ' όπλο· κι' ο άλλος στο ζουνάρι εκεί, πιο κάτου απ' τα τσαπράζα, βάρεσε κι' έβαλε όλη του τη δύναμη, κι' ολπίδες 235 απ' το βαρύ είχε χέρι του· μα τ' ολοκεντημένο ζουνάρι δεν του τόσκισε, μον πριν πολύ τ' ασήμι βρήκε μπροστά και στράβωσε σα μολυβένια η μύτη.

Μα αφτό το λόγο σου να πω του βροντορήχτη Δία μόνη θα πάω στον Έλυμπο το χιονοσκεπασμένο, 420 μήπως πειστεί. Μον κάθου εσύ εδώ στα πλοία τώρα, και βάστα πάντα το θυμό και μην αγγίζεις μάχη.

Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλιά και τούπε 606 «Φοίνικα, γέρο μου νουνέ, τιμές εγώ δε θέλω· τιμή θαρρώ πως μούδωκε, όση μου πρέπει, η Μοίρα. Μον άλλο λόγο θα σου πω, και πρόσεχε ν' ακούσεις. 611 Με γκρίνιες και με στεναγμούς μη μου χαλνάς τα σκώτια, για ναν του κάνες δούλεψη. Και τήρα καμιάν ώρα, αγάπη αν τούχεις, μη γενεί αποστροφή η δική μου.

Κι' εκείνοι απ' το κακό τους παν και του σταίνουν δυνατή στο δρόμο του μπροσκάδα, σα γύριζε, πενήντα νιους με δυο καπεταναίους, το Μαίο, το γιο του Αίμονα, πούταν θεός μονάχος, τον Πολυφόντη δέφτερο, βλαστάρι τ' Αφτοφόνου. 395 Όμως το λάκκο κι' αφτωνών τους έσκαψε ο Τυδέας· τους σκότωσε όλους, κι' άφηκε μον ένα να γυρίσει, το Μαίο μονάχα, στρέγοντας σε θεϊκά σημάδια.