United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτανε τόσο χαρούμενος που μαζευόμαστε όλοι τριγύρω του, άμα γινότανε κάτι κ' η κρυσταλλένια φωνή του και το ξάστερο γέλιο του αντηχούσανε σ' όλο το σπίτι. Τρέχαμε γύρω του γιατί θέλαμε να δούμε πώς λάμπανε τα μάτια του, πώς τα μικρά λευκά του χέρια σαλεύανε από ευχαρίστηση, γιατί θέλαμε να δούμε όλη την αστραφτερή αυτή παιδιάτικη χαρά, που πλημμυρούσε με ήλιο την καρδιά μας.

Και δεν το χαίρεσαι; τον έκοψε ο Αριστόδημος με παιδιάτικη χαρά· αύριο θα το εύρουμε καλλιεργημένο· θα θερίσουμε έτοιμα. Και για να πάψη κάθε τέτοια κουβέντα σηκώθηκε από το κάθισμά του, έκαμε λίγα βήματα μέσα στο δωμάτιο, δυνατά και χτυπητά, λες κ' ήθελε να δοκιμάση τη δύναμη του. Έπειτα γύρισε στη βιβλιοθήκη και στύλωσε τα μάτια του στα βιβλία.

ΔΟΞΑ και τιμή στον Ελληνικό στρατό και στο ναυτικό για τις νίκες και τις επιτυχίες τους! Ξεπλύθηκε η ατιμία του 1897! Ανάθεμα και καταφρόνια στην παιδιάτικη απρονοησία, στην κοντόφθαλμη διπλωματία, στην υποχωρητική ολιγάρκεια των ανιστόρητων Ελλαδικών πολιτικών!

Λέει με στίχους τον τρόπο και τον καιρό που έπρεπε να σπέρνουν και να θερίζουν οι παλιοί μας. — Έσπερναν λοιπόν κ' εκείνοι; ρώτησε ο νέος με παιδιάτικη αφέλεια. Η κόρη τον κύτταξε κατάματα για να μάθη αν της μιλούσε σοβαρά. — Έχεις δίκιο· είπε σε λίγο κουνώντας το κεφάλι της· θα μαίνουμαι μάλιστα πώς δε ρωτάς κι αν έτρωγαν ακόμη.

Κόλλησε η κόρη τα μάτια της απάνω του και χαμογέλασε. — Ήρθα να σ' εύρω· είπε· δεν το περίμενες ; — Αλήθεια! τι κουτός που είμαι!... Να κυττάζω την ανατολή και να μη σκεφτώ πως θα πρωτοϊδώ εσένα. Και πάραυτα με παιδιάτικη αφέλεια, άρχισε να κόβη ρόδα από τις σκαλωμένες στον τοίχο τριανταφυλλιές και να τα ρίχνη βιαστικά, ένα με τ' άλλο απάνω της. — Ελπίδα! Ελπίτσα! θα σε θάψω με τα ρόδα μου.

Και πόσες φορές ο νους μου δε μου έφερε σας, καλή μου γιαγιά, που καθόσαστε τις κρύες νύχτες του χειμώνα στο κρεββάτι μου πλάι, όσο να κοιμηθώ, και μου λέγατε κείνα τα παραμύθια σας, κι ανοίγατε στην παιδιάτικη φαντασία μου ολάκερους κόσμους... Ω! εκείνα τα παραμύθια σας, δεν τα ξέχασα, ούτε θα τα ξεχάσω ποτέ. ΑΝΝΟΥΛΑ Μου τα λέει τώρα και μένα, Σταύρο. Μου τα λέει και μένα.

Καμιά συγκίνηση δεν έδειχνε για τη ζωή που ξεψυχούσε γύρω του. Όταν όμως ηύρεσκε κανένα λιθαράκι, έφεγγε από χαρά. Τόπιανε απαλά και τρυφερά, το πάστρευε από τα χώματα, τώδειχνε στους σοφούς. Εκείνοι το καλοκύτταζαν, έδειχναν θαυμασμό, χαρά, έκπληξη. Φαίνονταν πως του λέγανε πολύ κολακευτικά λόγια. Τούτος φούσκωνε από περηφάνεια και με παιδιάτικη σαστιμάρα έρριχνε το ηύρεμα στον κόρφο του.

Και όταν τους ερώτησαν οι χωριάτες γιατί πηγαίνουν έτσι στον πόλεμο, εκείνοι απάντησαν με την παιδιάτικη προφορά τους: — Α δα και άρματα θέλουμε; Βγάνε βρούλα δένε τρούκους!... Κ' έπειτα που τους ελιάνιζε με το γιαταγάνι ο εχθρός εφρόντιζαν να μη χαλάσουν τα ρούχα τους! — Κάτσε, καλέ αγά και μη μου χαλάς το γαμπά μου!... Ο Γεράσιμος τ' άκουεν αυτά μα δεν έλεγε τίποτα.

Μαζί του αγωνίστηκε το μεγάλο αγώνα του λυτρωμού, και μαζί του απόλαψε τη χαρά και τη δόξα που φέρνει πάντα η νίκη. Φυσικά όμως δεν έμενε κ' ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα. Θες από τον άντρα, θες από τα παιδιά της επερίμενε τον τελειωτικό θρίαμβο. Και τον περίμενε ανυπόμονα. Πάντα όμως δεν έδινε τόση βάση στα λόγια του μικρού. Η παιδιάτικη υπόσχεσή του την συγκινούσε, αλλά δεν την έπειθε.

Πολλές φορές είπα πως θάβγαιν' η ψυχή μου, ώστε να φτάξω. Και πιάσε να δης πως καίομαι. Άπλωσε ταδυνατισμένο χέρι της και τώπιασα. — Πως καις, αλήθεια! Πέρασαν κάμποσα λεπτά για να βρη τη δύναμη να μου μιλήση πάλι. — Για πε μου, Γιώργο, αν αποθάνω, θα με κλάψης; — Αν αποθάνης; Μα γιάειντα θαποθάνης; Εγώ δε θέλω ναποθάνης...είπα με παιδιάτικη θλίψι, σα, νάμουν έτοιμος να κλάψω. Δε θέλω, γιατί....