Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Όσο όμως ο Έφις ανέβαινε, η θλίψη αυτή μεγάλωνε, για να φτάσει στο αποκορύφωμά της με τα απομεινάρια του παλιού νεκροταφείου και των ερειπίων της εκκλησίας που απλώνονταν στην καταραχιά, στη σκιά του Βουνού, ανάμεσα σε βάτα και φλόμους. Τα σοκάκια ήταν έρημα και τα κάθετα βράχια του Βουνού έμοιαζαν τώρα με μαρμάρινους πύργους.
Αλλά ποιον κυνηγούσεν ο παιδονόμος, ο Τσιτσούκας ο αγριάνθρωπος, με μίαν χονδρήν πλεκτήν μάστιγα, καραβίσιαν μάστιγα, μίαν σαλαμάστραν φοβεράν; Ποιον κυνηγούσεν εις τα βράχια του αγρίου εκείνου αιγιαλού; Κυνηγούσε πάντοτε τον Μανώλην της Αλτανούς ξεσκούφωτον, ξυπόλυτον, ξεμανίκωτον, ανασκουμπωμένον ως τα γόνατα, βουτηγμένον μέσα εις την θάλασσαν, μ' ένα φύλακα γεμάτον καβούρια αντί βιβλίων.
Κι' όπου διαβαίνει ο Ήλιος, Όπου προβάλλει απόπερα, λαμποκοπούν τα βράχια, Καθάριος, καταγάλανος ο ουρανός γελάει, Κάμποι, βουνά χρυσώνονται, ανοίγουν τα λουλούδια, Τα πλάγια χορταριάζουνε, φυσάει γλυκά τ' αγέρι, Φέγγουν, αστράφτουν τα νερά, φουντώνουνε τα δέντρα. Λαλούν 'ςτά φύλλα τα πουλιά κ' οι πιστικοί 'ςτά πλάγια. Κι' ο Κόσμος τον θιαμαίνεται και τον καλοτυχίζει.
Μια πετριά· δεύτερη πετριά· κ' εχώθηκα στα κλαριά μέσα . . . Ξαφνίζονται, γυρίζουν να ιδούν πόθεν έρχονται η πετριές, σηκώνομαι, τους βάζω στο κοντό, τους αρχινώ με τα βράχια . . . Κατά τα σκίνια αυτοί, κατά τα πρινάρια εγώ . . . Τώκοψαν κουμπούρι . . . κ' ελάκκησαν, κι' ακόμα λακκούν . . . Πίστεψαν πως ήτον στοιχειό που τους κυνήγησε. Τρέχω, ηύρα τη μανού μου, και το βάλαμε στα πόδια· για 'δω.
Πλην ανίσως, την νύκτα, οι ψαράδες, απόκοτοι, τολμήσουν να πλησιάσουν διά να υδρευθούν εις την δροσεράν βρύσιν την μαγικήν, κάτω εις τα κράσπεδα της ακτής, επί της προβλήτος χθαμαλής πέτρας, τότε βρόντος και πάταγος ριγηλός αντηχεί από του κρημνού άνωθεν, και λίθοι και βράχια τρομακτικά κυλίονται κατερχόμενα κατά των κεφαλών των ψαράδων . . . Τότε μόλις ούτοι προφθάνουν να κάνουν τον σταυρόν των και να τραπώσιν εις φυγήν . . . Οι λίθοι εκείνοι θα ήσαν ικανοί και αυτομάτως να κυλίονται από τον κρημνόν εκείνον . . . πόσω μάλλον όταν αόρατοι δυνάμεις δαιμονίων τους ωθούσι προσκολλώμενοι εις το ολισθηρόν της ακτής, όπως συνήθως προσκολλώνται εις το ασθενές μέρος, εις έρωτας και μίση, εξάπτοντες το πάθος εις φλεγμονήν, και τρέποντες την οργήν εις λύσσαν . . .
Στον καταγάλανο ουρανό δεν υπήρχε ούτε ένα συννεφάκι και η ατμόσφαιρα ήταν τόσο διαυγής που επάνω στα βράχια του Κάστρου φαίνονταν οι πέτρες που γυάλιζαν και ένα κενό παράθυρο στα ερείπια, που άνοιγε στο γαλάζιο του ουρανού ανάμεσα στον κισσό που το περιέβαλε σαν γιρλάντα.
Ο μώλος ήτανε κτισμένος απάνω στα βράχια που τριγύριζαν το λιμάνι. Ο Γιαννάκης γύρισε μια μέρα κ' έρριξε μια ματιά ευχαριστημένη στο νεόκτιστο πεζούλι. Απ' την άλλην ημέρα δεν περπατούσε πια στο δρόμο. Ανέβαινε απάνω στο πεζούλι και με ταδύνατα ποδαράκια του, κορδωμένος και περήφανος, με το κεφάλι ψηλά, έκανε όλον το γύρο του λιμανιού ως το σπίτι του. Τώρα δεν έσκυβαν οι άλλοι να τον ιδούν.
Ο ήλιος φλογερός, χτυπούσε στ' απόγκρεμα και κοκκινοβαμμένα βράχια των από πάνω στα κεφάλια μας φοβερών Φαιδριάδων, φιλούσε με πλημμύρα ξανθών φιλιών τον ξαφνισμένον, ύστερα από ύπνο χιλιάδων χρόνων στο φως της ημέρας αρχαίο κόσμο των Δελφών σκορπούσε φλόγες κάτω στο χάος της βαθειάς λαγκαδιάς, ασήμονε τα λιοστάσια του Πλειστού, που μόλις φαίνουνταν κάτω, φειδωτός κι ασημένιος, κατάκαιε τα ψηλά πλατάνια, το λαγαρό νερό και το βαθύ σχίσμα της Κασταλίας.
Στο δρόμον οπού πήγαινε, πεζός κι’ αρματωμένος, Χαρούμενος και γελαστός, με την καρδιά γεμάτη, Απώναν πόθον άρρητο και μια μεγάλη αγάπη, Τα βράχια ξερριζόνονταν από το βάδισμά του, Κι’ έφευγε σαν την αστραπή, κι’ έτρεχε σαν τ’ αγέρι. Έτρεχε αδιάκοπα μπροστά, σαν άγρια τρικυμία... Δώδεκα οργυιές το βήμα του, το πήδημα σαράντα. Κι’ όταν επαραβιάζονταν στο χώμα δεν πατούσε.
Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς 'ςτά βράχια, Ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω. Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια, Και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβύεμαι νύχτα μέρα. Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο, Και δος μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζύ σου, Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν