United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επί κεφαλής εβάδιζον οι σημαιοφόροι φέροντες τους σταυρούς και τας εικόνας των πολιούχων Αγίων, μετά τούτους οι αρχιερείς εν πορφύρα, ακολουθούμενοι υπό των Ηγουμένων και καλογήρων, οίτινες επροχώρουν γυμνόποδες, κύπτοντες προς την γην τας τεφροσκεπείς κεφαλάς των αι μοναχαί και αι διακόνισσαι είποντο υπό την σημαίαν του Άγ. Μαρκελλίνου, αι ύπανδροι γυναίκες υπό την της Αγ.

Ούτω το βαρέλι έμεινε κλίνον προς τα πρόσω, ως ελέφας κύπτων από της όχθης να ποτισθή εις τον ποταμόν. Μετά μικρόν οι δύο μήνες, κατάχαμα επί του εδάφους καθήμενοι, μετά πολλού ζήλου προσεπάθουν διά μεγάλου ξυλίνου ποτηριού να μεταγγίσουν το περιεχόμενον του βαρελιού εις την κοιλίαν των. Έπινον ήσυχοι, σιωπηλοί, κύπτοντες μετά βαθείας προσοχής προ αυτών.

Αμέσως λοιπόν ήρχισαν το έργον, μη έχοντες μεν εργαλεία διά το πελέκημα των λίθων, φέροντες όμως τους λίθους τους οποίους εξέλεγαν ένα προς ένα και τακτοποιούντες αυτούς όπως προσηρμόζετο έκαστος· και τον πηλόν, όπου υπήρχεν ανάγκη αυτού, εκόμιζον επί της ράχεώς των εν ελλείψει αγγείων, κύπτοντες διά να τον υποβαστάζουν και συμπλέκοντες όπισθεν τας χείρας διά να μη πίπτη.

Συσπειρούμενοι υπό τους επενδύτας των και κύπτοντες την κεφαλήν υπό την δριμείαν πνοήν του νυκτερινού ανέμου, παρέρχονται ταχείς οι παροδίται, προσέχοντες μόνον μη ολισθήσωσιν επί της χιόνος, ουδ' έχοντες καιρόν ή διάθεσιν να σταματήσωσι δεξιά ή αριστερά προ των ανοικτών έτι οψοπωλείων, όπου μεγαλοφωνούσιν οι μεταπράται, καλούντες εις μάτην τους παρερχομένους αδιαφόρως πελάτας, κωφούς υπό του ψύχους και του κενού στομάχου.

Κύπτοντες και ημείς άνωθεν του ώμου της, ίδωμεν τι αντηνάκλα το ρευστόν εκείνο κάτοπτρον. Πρόσωπον δεκαεξαετές μήλου στρογγυλώτερον, κόμην ξανθήν ως της Μαγδαληνής και ακτένιστον ως της Μηδείας, χείλη ερυθρά ως πίλον καρδιναλίου, υποσχόμενα ηδονάς ανεξαντλήτους και στήθη εύσαρκα, ως πέρδικος, πάλλοντα έτι υπό της συγκινήσεως.

Εις τα βάθη υπογείου τινός της οδού Καλαμιώτου, οπού τα κρεοπωλεία και οπωροπωλεία ήσαν πλουσιώτατα και θαυμασίως εστολισμένα, ηκούοντο άσματα μεθυόντων, οίτινες εις μάτην εδοκίμαζον να ψάλλουν και το «Η γέννησίς σου» καταλήγοντες πάντοτε εις το «Χριστός ανέστη». Ενώ δύο άλλοι γέροντες απόμαχοι, παρακάτω, κύπτοντες εις έν παράθυρον, ανεζήτουν τον φίλον των οινοπώλην, να τους ανοίξη· και μη βλέποντες αυτόν, ηρίθμουν από του παραθύρου, τα εν τω υπογείω βαρέλια, υπό τι φως λυχναρίου, φαινόμενα, εκεί κάτω, ως εν τω βυθώ της θαλάσσης κήτη, βόσκοντα κατά σειράν, με τας μεγάλας κοιλίας των.