United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συσπειρούμενοι υπό τους επενδύτας των και κύπτοντες την κεφαλήν υπό την δριμείαν πνοήν του νυκτερινού ανέμου, παρέρχονται ταχείς οι παροδίται, προσέχοντες μόνον μη ολισθήσωσιν επί της χιόνος, ουδ' έχοντες καιρόν ή διάθεσιν να σταματήσωσι δεξιά ή αριστερά προ των ανοικτών έτι οψοπωλείων, όπου μεγαλοφωνούσιν οι μεταπράται, καλούντες εις μάτην τους παρερχομένους αδιαφόρως πελάτας, κωφούς υπό του ψύχους και του κενού στομάχου.

— Α! άρχων, είπεν ο Πετρώνιος επίτρεψόν μας ν' ακούσωμεν εγγύτερον τον ειλικρινή τούτον γέλωτα, τον γέλωτα τον τόσον σπάνιον σήμερον. — Ευχαρίστως, απήντησεν εγειρόμενος ο Πλαύτιος· είναι ο μικρός μου Άουλος και η Λίγεια παίζοντες την σφαίραν. Αλλά νομίζω, Πετρώνιε, ότι αι ημέραι σου παρέρχονται με διαρκή γέλωτα.

Γουλιέλμε, έτσι είναι, και δεν μουρμουρίζω· τα άνθη της ζωής δεν είναι παρά φαντάσματα! Πόσα παρέρχονται, χωρίς ν' αφήσουν ουδέ ίχνος! Πόσον ολίγα δίνουν καρπόν, και πόσον ολίγοι απ' αυτούς τους καρπούς ωριμάζουν! Και όμως είναι ακόμη αρκετοί· και όμως — ω αδελφέ μου! — δυνάμεθα να παραμελήσωμεν ωρίμους καρπούς, να τους περιφρονήσωμεν, να τους αφήσωμεν άγευστοι άγευστοι να σαπήσουν;

ως λέγει ο Heine και ενθυμούνται την Comminoti και τον Caprile καιοι αρχαιότεροι ίσως και την Ritta Basso, και τους γεροντικούς έρωτας του μακαρίτου Λόντου, και τας σατύρας του Ορφανίδου, — και παρέρχονται ηδέως βαρυθυμούντες, και ε υ α ρ έ σ τ ω ς α ι μ ά σ σ ο ν τ ε ς τ η ν κ α ρ δ ί α ν.

Προχωρούσι περαιτέρω, παρέρχονται το παλαιόν Σολωνείον, και απορούσι μη ανευρίσκοντες πλέον εκεί πλησίον τα μικρά εκείνα σανιδόπηκτα καφενεία, πέριξ των οποίων συνηθροίζοντο τότε αι άφθονοι έτι φουστανέλλαι των αγωνιστών. Προβαίνουσιν ολίγα βήματα, και δεν ευρίσκουσι το Τίβολι· προχωρούσιν ακόμη, και δεν βλέπουσι πλέον το Παυσίλυπον.

Δεν πρέπει δε και να λησμονώμεν ότι αντί ενός ανακαλυπτομένου τοιούτου φρικώδους δράματος, δέκα άλλα τουλάχιστον παρέρχονται απαρατήρητα υπό την πλάκα του τάφου.

Άφησέ με, σε παρακαλώ, και με φθάνει . . . Άλλο δεν λέγει. Δεν παρέρχονται δυο λεπτά, και καίει έτι το απαίσιον άγγελμα, ότε εισέρχεται βραδυπατών άλλος κακών άγγελος και κάθηται σιωπηρός επί μιας καθέδρας. — Πού ήσουν, Μελήκ, ερωτά ο υποψήφιος, και η φωνή του μόλις ακούεται. — Εις το τρίτον. — Αι; φωνούσι συγχρόνως ανορθούμεναι πάσαι των γραμματέων αι κεφαλαί.

Και διέρχονται οι άνθρωποι κάτωθεν, και βλέπουν προς τα άνω ιλιγγιώντες, και παρέρχονται λέγοντες: — Αυτή είνε η Τιμή: ω! πολύ υψηλά· ποίος τάχα θα ημπορέση να την φθάση; Ας προσθέσω κ' εγώ ένα λίθον, και ας εξακολουθήσω τον δρόμον μου. Και ο στυλοβάτης ανυψούτο απαύστως, το δε άγαλμα εχάνετο βαθμηδόν εις τα νέφη. Τούτο ελέγετο διά τον κόσμον Τιμή. Και όμως πάντες περί αυτής ωμίλουν.